Aυτούσιες διηγήσεις…

του Δημήτρη Καμπουράκη

Προσπαθώντας να εξηγήσω την έκρηξη των ποσοστών της Χρυσής Αυγής, μίλησα με μερικούς ανθρώπους που την υπερψήφισαν, δίχως να είναι διόλου Ναζιστές Χιτλερικοί. Έφτασα σ’ αυτούς μέσω γνωστών. Η μία είναι γιαγιά κοντά στα 80, που ζει στα Κάτω Πατήσια. Ο δεύτερος είναι ένας 50άρης ιδιωτικός υπάλληλος που ζει στην Ηλιούπολη και εργάζεται στο Ελληνικό. Παραθέτω αυτούσιες τις διηγήσεις τους δίχως σχόλια, κρατώντας κρυφό το επίθετό τους όπως επιθυμούσαν:

Στ. Ελένη: «Εδώ που ζούμε, φοβόμαστε να βγούμε απ’ τα σπίτια μας. Τα παιδιά απ’ τη Χρυσή Αυγή, όποτε τους πάρω τηλέφωνο, με πάνε ως την τράπεζα να σηκώσω λεφτά ή να πάρω τη σύνταξη, στο σούπερ-μάρκετ κι όπου αλλού χρειάζομαι. Αν θέλω κάτι απ’ το φαρμακείο, μου το φέρνουν μόνοι τους. Κάθε Κυριακή πρωί με πάνε στην εκκλησία και με φέρνουν πίσω. Μόνη μου δε μπορώ να πάω, θα μου αρπάξουνε την τσάντα και μπορεί να με ρίξουν κάτω, οπότε δεν θα ξανασηκωθώ. Μας προσέχουν και νιώθουμε ασφάλεια δίπλα τους. Μού είπαν να ρωτήσω τους υπόλοιπους ενοίκους αν θέλουν να μπει ένα αυτοκόλλητο της Χρυσής Αυγής στην είσοδο της πολυκατοικίας. Αν συμφωνήσουν όλοι, το αυτοκόλλητο αυτό είναι σαν ασπίδα και διώχνει μακριά τους κλέφτες γιατί φοβούνται, οπότε είμαστε ασφαλείς μέσα στα σπίτια μας τουλάχιστον. Αυτά που λένε στις τηλεοράσεις γι αυτούς είναι ψέματα. Να εύχεσαι, οι κόρες σου να σου φέρουν στο σπίτι τέτοια παιδιά.»

Ε. Διονύσης: «Μεγάλωσα στην Κυψέλη, αλλά εδώ και χρόνια ζω στην Ηλιούπολη με την οικογένεια μου. Έχω όμως στην ιδιοκτησία μου ένα δυομισάρι ψηλά στην Κερκύρας, κληρονομιά απ’ τον πατέρα μου. Η περιοχή έχει υποβαθμιστεί πλήρως, το ίδιο και η πολυκατοικία. Παλιότερα το είχα νοικιάσει σε μετανάστες, αλλά δεν πλήρωναν, έβρισκα άλλους μέσα, φοβόμουν να πάω ως εκεί, δε μου άνοιγαν όσο κι αν χτυπούσα, εμφανιζόντουσαν όλο καινούριοι που δε μιλούσαν ελληνικά και γενικώς ήταν ένας μπελάς δίχως κέρδος. Το ‘κλεισα λοιπόν, το κλείδωσα και το άφησα ξενοίκιαστο, αφού στάθηκε αδύνατο να το πουλήσω. Κανένας δεν αγοράζει εκεί.» Λίγους μήνες αργότερα, ένας γείτονας με ενημέρωσε ότι κάτι μαύροι είχαν σπάσει την πόρτα και έμεναν στο διαμέρισμα μου. Τρελάθηκα. Φοβήθηκα να πάω μόνος μου μη με μαχαιρώσουνε, πήγα όμως στο αστυνομικό τμήμα και τους ζήτησα να προστατέψουν την περιουσία μου. Ο αξιωματικός μου είπε να υποβάλω μήνυση και ότι θα έστελνε ένα περιπολικό ή μια πεζή περίπολο, όμως δεν μπορούσε να εγγυηθεί το τελικό αποτέλεσμα. Μόλις φεύγουν οι αστυνομικοί αυτοί ξαναμπαίνουν, αφού ξέρουν ότι το σπίτι δεν κατοικείται. Έβαλα τις φωνές, μου είπε ότι με καταλαβαίνει, αλλά δεν διαθέτει τη δύναμη να φυλάει όλα τα κλειστά διαμερίσματα της περιοχής. Δε μπορούσε να το βάλει ο νους μου ότι το κράτος δηλώνει αδυναμία να προστατέψει το σπίτι μου.
Βγαίνοντας απ’ το γραφείο του αξιωματικού, μ’ έπιασε ένας νεαρός αστυνομικός, μου ‘βαλε στο χέρι ένα χαρτί μ’ ένα τηλέφωνο και μου είπε πως μόνο αυτά «τα παιδιά» θα με βοηθούσαν πραγματικά.» Κατάλαβα αμέσως ότι ήταν η Χρυσή Αυγή. Είχα φοβερούς ενδοιασμούς, έκανα πάνω από δυο βδομάδες να το πάρω απόφαση. Δεν ήξερα τι ακριβώς κάνουν αυτοί, άκουγα πολλά. Κι αν σκότωναν κανέναν; Από την άλλη, δε μπορούσα να εγκαταλείψω το σπίτι μου. Πήρα τηλέφωνο μετά από μεγάλο ζόρι. Με βεβαίωσαν ότι το σπίτι θ’ αδειάσει «χωρίς αίμα» και ότι δεν θα ξαναμπεί κανένας μέσα. Συμφώνησα μ’ ένα σφίξιμο στην καρδιά, αλλά δώσαμε ραντεβού. Ήρθαν έξι ντερέκια. Ο ένας τους κρατούσε έναν λοστό αλλά δεν χρειάστηκε να τον χρησιμοποιήσει για να ν’ ανοίξει την πόρτα του διαμερίσματος. Μπήκαμε με μια σπρωξιά αφού η κλειδαριά ήταν σπασμένη και την φράκαραν μ’ ένα καφάσι από μπύρες.
Μέσα υπήρχαν καμιά δεκαριά άτομα, άντρες, γυναίκες και παιδιά, πάνω σε κουβέρτες κατάχαμα. Κράτησα την αναπνοή μου, αλλά δεν έγινε καμία σύρραξη. Μόλις είδαν τους Χρυσαυγίτες έκαναν σα να είδαν τον διάολο. Άρχισαν να στριγγλίζουν και όρμησαν προς την έξοδο. Δεν άνοιξε μύτη. Μόνο κάτι ψιλές σφαλιάρες και κλωτσιές μοίρασαν καθώς οι καταληψίες ήταν στριμωγμένοι στην πόρτα και όπως κουτρουβαλούσαν στις σκάλες. Αν αντιστεκόντουσαν, δεν ξέρω τι θα επακολουθούσε, αλλά τώρα το σπίτι άδειασε μέσα σε τριάντα δευτερόλεπτα.» Είπα ένα ευχαριστώ και έμεινα να κοιτάζω το διαμέρισμα που ήταν σε άθλια κατάσταση. Βρώμα και δυσωδία, τοίχοι σε άθλια κατάσταση, πανιά και αλουμίνια εδώ και κει, φρίκη και καταστροφή. Νόμιζα ότι θα έφευγαν, όμως αυτοί άρπαξαν τις κουβέρτες και τα ρούχα κι άρχισαν να τα πετάνε από το μπαλκόνι του τρίτου στον δρόμο φωνάζοντας και βρίζοντας. Γέμισαν τα μπαλκόνια γύρω από κόσμο, μετανάστες οι πιο πολλοί που κοίταζαν. Ο αρχηγός τους μου είπε να περιμένω και άρχισε να παίρνει διάφορα τηλέφωνα. Σε μισή ώρα καταφθάνουν άλλοι τέσσερις, κρατώντας μπατανόβουρτσες και κουτιά με μπογιά. Αρπάζει ο καθένας από μία και αρχίζουν να βάφουν τους τοίχους! Έμεινα εμβρόντητος. Ξωπίσω, καταφθάνει ένας άλλος μ’ ένα κουτί γεμάτο ξυλουργικά και αρχίζει να μπαλώνει την πόρτα και την κάσα εκεί που ήταν σπασμένες, ώστε να κλειδώνει στοιχειωδώς. Μου εξηγεί ότι την φτιάχνει προσωρινά ώστε να κλείνει το σπίτι μέχρι να φέρω καινούρια πόρτα. Τρεις ώρες αργότερα, έφυγαν αφήνοντας ένα σπίτι σε πολύ υποφερτή κατάσταση (ο νεροχύτης, τα ντουλάπια της κουζίνας και το μπάνιο ήταν σε άθλια κατάσταση ακόμα), εξηγώντας μου ότι κανένας δεν θα ξανατολμήσει να μπει μέσα αφού όλοι πια ξέρουν ότι το διαμέρισμα προστατεύεται από τη Χρυσή Αυγή».

Δεν έχω ακόμα καταλήξει για το σύνολο των λόγων που οδήγησαν 400.000 Έλληνες σ’ όλη την επικράτεια να ψηφίσουν Χρυσή Αυγή. Κατάλαβα όμως πολύ καλά γιατί την ψήφισαν σ’ αυτές τις περιοχές. (Μη διαβάσω κανένα σχόλιο ότι προπαγανδίζω τους Χρυσαυγίτες, γιατί θα κράξω. Οι υψηλές αναλύσεις μας φάγανε, την ώρα που αυτοί έπαιρναν τις μπατανόβουρτσες.)


λέξεις κλειδιά:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

κατηγορίες