Το λιμάνι της Χάβρης


Βασίλης Τσιράκης
Κι όμως το λιμάνι της Χάβρης του Άκι Κουαρισμάκι είναι κάτι παραπάνω από μια ακόμη ταινία με θέμα την μετανάστευση.
Ο Μαρσέλ, πάλαι πότε φιλόδοξος συγγραφέας και νυν πλανόδιος λούστρος, ζει σ’ ένα  φτωχόσπιτο κοντά στο λιμάνι της Χάβρης, μια κωμόπολης της βόρειας Γαλλίας. Όταν δεν λουστράρει τα παπούτσια περαστικών απολαμβάνει ένα ποτήρι κρασί στο μπιστρό της γειτονιάς του ή το αγαπημένο του φαγητό από την Αρλετί, την ευαίσθητη συντροφό του που τον φροντίζει σαν μικρό παιδί.
Η ζωή του κυλά ήρεμα, γαλήνια θα λέγαμε και ο Μαρσέλ φαίνεται συμφιλιωμένος μαζί της, ώσπου κάποια μέρα συναντά τον Ιντρίσα, ένα  μικρό αγόρι από την Αφρική που μόλις έχει ξεφύγει από την αστυνομία κατά την επιχείρηση σύλληψης μεταναστών που μεταφέρονταν μέσα σε κοντέινερ με προορισμό το  Λονδίνο.
Ο Μαρσέλ χωρίς δεύτερη σκέψη αφιερώνεται στο να βοηθήσει με κάθε τρόπο τον Ιντρίσα να αποφύγει τη σύλληψη και  να περάσει τη Μάγχη για να συναντήσει τους γονείς του, παρά το γεγονός πως η αγαπημένη του Αρλετί μεταφέρεται άρρωστη στο νοσοκομείο.
Αν και η ιστορία διαδραματίζεται σε χρόνο που δεν υποδηλώνεται άμεσα, κάποια πραγματολογικά στοιχεία (όπως το ότι το κρασί είναι σοδειάς του 2006) μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο  χρόνος κυλά  στις μέρες μας ή και στο το άμεσο μέλλον. Όμως η ζωή  μοιάζει να έχει γυρίσει χρόνια πίσω, τα σπίτια, τα καταστήματα, τα αυτοκίνητα, τα ρούχα, τα μπαρ και τα καφέ παραπέμπουν σε προηγούμενες δεκαετίες υποδηλώνοντας ίσως έτσι ότι οι επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης μας έχουν φέρει δεκαετίες πίσω.
Χαρακτηριστική από αυτή την άποψη μια από τις πρώτες σκηνές της ταινίας, αυτή της εν ψυχρώ δολοφονίας στο μετρό ενός γιάπη. Η σκηνή αν και επιτηδευμένη – δεν έχει καμιά συνέχεια στη ροή της ιστορίας – είναι καθαρά συμβολική, ο άνδρας κυκλοφορεί στο μετρό έχοντας πιασμένη με χειροπέδες στον καρπό του μια γιάπικη  τσάντα που προφανώς συμβολίζει το χρήμα.
«Θαύματα γίνονται συχνά, αλλά όχι στη δική μου γειτονιά», λέει η Αρλετί που γνωρίζει πως πάσχει από καρκίνο.«Αν ήσουν σε κάποιο νοσοκομείο της Ανατολής, θα είχες γιατρευτεί», λέει ο γιατρός του νοσοκομείου σε κάποια από τις τελευταίες σκηνές της ταινίας, υπονοώντας ίσως την επερχόμενη αλλαγή των παγκόσμιων συσχετισμών και το προβάδισμα της χώρας της Ανατολής απέναντι στην παρακμασμένη και χρεοκοπημένη Ευρώπη.
Ο Κουαρισμάκι καταφέρνει να μιλά για τα μεγάλα και να καταγγέλλει τα κακώς κείμενα μέσα από τα μικρά και φαινομενικά ασήμαντα, αποφεύγοντας τον διδακτισμό και τη φλυαρία και δίνοντας έμφαση στη λεπτομέρεια και στο υπονοούμενο.
Αυτό όμως που κάνει την ταινία να ξεχωρίζει από όλες σχεδόν τις άλλες που έχουν θέμα την μετανάστευση, είναι το ότι ο σκηνοθέτης δεν προσπαθεί να αναδείξει το χάσμα ανάμεσα στους μετανάστες και στη χώρα που καταφεύγουν, (βλέπε «Παράδεισος στη Δύση» κα), αλλά  αντίθετα πως στις νέες συνθήκες οι δυο αυτοί κόσμοι πλησιάζουν κοντά ο ένας με τον άλλο και συνομιλούν στην ίδια γλώσσα.
Και βέβαια η αλληλεγγύη είναι από τα πιο σημαντικά όπλα της μικρής φτωχοσυνοικίας για να σώσει τον Ιντρίσα από τις επιδρομές της αστυνομίας. Έτσι η γειτονιά παραμερίζει τις μικροδιαφορές της μπροστά στο μεγάλο σκοπό, η ιδιοκτήτρια του μπιστρό προσφέρει καταφύγιο, η γειτόνισσα φαγητό, ο παντοπώλης της γειτονιάς τρόφιμα και ο βιετναμέζος συνάδελφος του Μαρσέλ που ζει με πλαστά χαρτιά – αφού στην πόλη κυκλοφορούν περισσότερα πιστοποιητικά γέννησης από όσα ψάρια στη θάλασσα – σώζει τον μικρό Ιντρίσα από τον χαφιέ της γειτονιάς. Ακόμα και ο καλός αστυνομικός δίνεται φυσιογνωμικά και ενδυματολογικά με τέτοιο τρόπο, υποδηλώνοντας ίσως όχι τόσο πως υπάρχουν και καλοί μπάτσοι, μα πως πολλές φορές τα φαινόμενα απατούν.
Η σκηνοθεσία της ταινίας χαρακτηρίζεται από τη μη κίνηση της κάμερας, ένα καθόλου σύνηθες στοιχείο για την κινηματογραφική γλώσσα. Η κάμερα παραμένει ακίνητη σε όλα ανεξαιρέτως τα πλάνα της ταινίας κάνοντας κάθε κάδρο να μοιάζει με ταμπλό βιβάν και να ισοδυναμεί σε μια αυτόνομη κατάσταση περισσότερο, παρά με συνδετικό υλικό για την κατασκευή της σκηνής.
Υπηρετώντας με συνέπεια την εκφραστική λιτότητα, ο Κουαρισμάκι επιλέγει τους χαμηλούς, τόνους, τον αργό σχετικά ρυθμό και τον μινιμαλισμό. Παράλληλα αποφεύγοντας τα  κουραστικά πλάνα σεκάνς και επιλέγοντας αρκετά κοντινά, η σκηνοθεσία ακροβατεί μεταξύ του ποιητικού ρεαλισμού του παλιού γαλλικού κινηματογράφου και του νατουραλισμού του σύγχρονου αγγλικού σινεμά..
Το σενάριο χαρακτηρίζεται από μια έξυπνη αφήγηση που ξεδιπλώνεται δίνοντας πληροφορίες μέσα και από τίτλους εφημερίδων και τηλεοπτικά δελτία χωρίς να καταφεύγει στις υπερβολές. Η δράση απλουστευτική, συμβολική και σε αρκετές περιπτώσεις μη αληθοφανής  (όπως η σκηνή της απόδρασης του μικρού), προσπαθεί να αποστασιοποιήσει τον θεατή τόσο από την πλοκή, όσο και από την εμβάθυνση και την ανάπτυξη των χαρακτήρων, δίνοντας το βάρος στην υφολογική προσέγγιση του θέματος. Εξ’ ου και οι ερμηνείες, θεατρικές, εξευγενισμένες, διανθισμένες με τον πολιτισμένο γαλλικό λόγο.
Τα σκηνικά ρεαλιστικά, προσεγμένα και στην παραμικρή λεπτομέρεια, χρωματίζονται από την ατμοσφαιρική σκηνογραφία και τις έντονες πινελιές, όπου κυριαρχεί το μπλε και το πράσινο τονισμένο με κίτρινες αποχρώσεις και σε εξαιρετικές περιπτώσεις το βαθύ, ζεστό, κόκκινο, ενώ η μουσική, ανάλαφρη και ανέμελη συνοδεύει διακριτικά την αφήγηση.
Όλα τα παραπάνω δίνουν ένα αποτέλεσμα λιτό, αλλά ουσιαστικό, γλυκόπικρο αλλά συνοδευόμενο από ζεστό χιούμορ, προκαλώντας συναισθήματα χωρίς μελοδραματισμούς και εκρήξεις, με ένα τέλος αισιόδοξο να υποδηλώνει τη νίκη του ανθρώπου απέναντι στη βαρβαρότητα.
Να σημειώσουμε τέλος πως ο Άκι Κουαρισμάκι, που πριν διακριθεί στο χώρο του σινεμά είχε ασκήσει και το επάγγελμα του οικοδόμου, έχει σταθεί κριτικά στα πολιτικά δρώμενα (είχε μποϊκοτάρει τη φιέστα των Όσκαρ σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τον πόλεμο στο Ιράκ), κινείται για ακόμα μια φορά στο χώρο της κοινωνικής κριτικής επιλέγοντας το θέμα του από τη ζωή των κάτω, των μεροκαματιάρηδων και απόκληρων της κοινωνίας.

Σύντομη Περιγραφή:

Κι όμως το λιμάνι της Χάβρης του Άκι Κουαρισμάκι είναι κάτι παραπάνω από μια ακόμη ταινία με θέμα την μετανάστευση. Ο Κουαρισμάκι καταφέρνει να μιλά για τα μεγάλα και να καταγγέλλει τα κακώς κείμενα μέσα από τα μικρά και φαινομενικά ασήμαντα, αποφεύγοντας τον διδακτισμό και τη φλυαρία και δίνοντας έμφαση στη λεπτομέρεια και στο υπονοούμενο.

λέξεις κλειδιά:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

κατηγορίες