Ολυμπιακοί Αγώνες: Η τραυματική αλλά και αποκαλυπτική ιστορία της κινηματογράφησής τους

Από τη Λένι Ρίφενσταλ της Ολυμπιάδας του 1936 στον Ντάνι Μπόιλ των σημερινών Αγώνων του Λονδίνου – Του Κ. Τερζή

 

Εάν οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες ξεκίνησαν στα 1896 στην Αθήνα, η «εικόνα» των Αγώνων, με τη συνακόλουθη μυθολογία, όπως ουσιαστικά έχει επιβληθεί μέχρι σήμερα, ξεκίνησε να συντίθεται στα 1936 στο Βερολίνο, χάρη στη σκηνοθεσία της Λένι Ρίφενσταλ για την ταινία «Olympia». Πρόκειται για την επίσημη ταινία των Ολυμπιακών Αγώνων της χρονιάς εκείνης, με το ναζιστικό κόμμα και τον Αδόλφο Χίτλερ στην εξουσία.
Η Ρίφενσταλ επιστράτευσε για την ταινία αμέτρητους οπερατέρ, χρησιμοποιήθηκαν κάμερες νέας τεχνολογίας και πρωτοποριακές τεχνικές όπως οι υποβρύχιες λήψεις. Συνολικά κινηματογραφήθηκε υλικό που ξεπερνούσε τις 200 ώρες, και έπειτα από εξαντλητικό μοντάζ δύο χρόνων που επιμελήθηκε η ίδια η Ρίφενσταλ, τελικά παρουσίασε την τετράωρη «Olympia», που βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ της Βενετίας. Από τα close ups μέχρι τις ασυνήθιστες γωνίες λήψης και το «νευρικό» μοντάζ που προαναγγέλλει τη σύγχρονη διαφημιστική αισθητική, η Ρίφενσταλ συνθέτει σχεδόν αδιόρατα την αποθέωση του σώματος, επιτομή της ολοκληρωτικής ιδεολογίας, όπως έχει αναλύσει διεισδυτικά η Σούζαν Σόνταγκ στο δοκίμιό της «Η γοητεία του φασισμού»(«Fascinating Fascism», 1974, ελληνική έκδοση «Υψιλον», 2010, σε μετάφραση Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου):
«Θεωρείται γενικά ότι ο εθνικοσοσιαλισμός σημαίνει μόνο κτηνωδία και τρόμο. Αλλ’ αυτό δεν είναι αλήθεια. Ο εθνικοσοσιαλισμός – και γενικότερα ο φασισμός- σημαίνει επίσης και ένα ιδεώδες ή μάλλον κάποια ιδεώδη που επιβιώνουν σήμερα κάτω από άλλες σημαίες: το ιδεώδες της ζωής ως τέχνης, η λατρεία της ομορφιάς, ο φετιχισμός του θάρρους, η διάλυση της αποξένωσης σε εκστατικά αισθήματα κοινότητας…». Η ουτοπική αισθητική του ναζισμού, που υποκρύπτεται στον ναζιστικό πολιτικό λόγο, αποτυπώνεται στη συνύπαρξη του εγωτισμού με την πιο ακραία δουλικότητα, τη λατρεία της σωματικής δύναμης και «τελειότητας»…
Η Ρίφενσταλ είχε έρθει και στην Ελλάδα ειδικά για την τελετή της Αφής της Ολυμπιακής Φλόγας στην Αρχαία Ολυμπία, που καθιερώνεται εκείνη τη χρονιά, με πρωτοβουλία των Γερμανών. Το αρχαιοπρεπές τελετουργικό της Αφής, που εκφράζει ουσιαστικά την αντίληψη των Ελλήνων του 1936 για τους Αγώνες της Αρχαιότητας, δεν ικανοποιεί τη Ρίφενσταλ, που αποφασίζει να σκηνοθετήσει για την ταινία την τελετή με τον δικό της τρόπο. Στα πλάνα της Ρίφενσταλ έχουν εξαφανιστεί οι ιέρειες, το κάτοπτρο, ακόμη και ο περιβάλλων χώρος της Αρχαίας Ολυμπίας! Εστιάζει τον φακό της σε έναν μαρμάρινο «βωμό» από τον οποίο ξεπηδά η φλόγα (!) και ένας γυμνός ξανθός αθλητής ανάβει τη δάδα. Στη συνέχεια, με διπλοτυπία η εικόνα του αθλητή με τη δάδα «δένει» με ένα θαλασσινό τοπίο έτσι ώστε ο λαμπαδηδρόμος να φαίνεται ότι τρέχει πάνω στα κύματα…
Δεν είναι πολύ γνωστό ότι στην πρώτη Ολυμπιάδα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1948 στο Λονδίνο, οι Άγγλοι προσπάθησαν να επαναλάβουν (ανεπιτυχώς) το μεγαλεπήβολο εγχείρημα της Ρίφενσταλ. Ο σκηνοθέτης-παραγωγός Κάστλτον Νάιτ χρησιμοποίησε για την ταινία «XIV Olympiad, The glory of sport», 75 εικονολήπτες, αποτύπωσε τις εικόνες της Ολυμπιάδας σε 300 χιλιόμετρα σελιλόιντ, ωστόσο η τελική επιλογή να δημιουργηθούν 16 διαφορετικές βερσιόν της ταινίας, ανάλογα με τη χώρα προβολής, αποδυνάμωσε καίρια το εγχείρημα.
Το 1964 οι Αγώνες έγιναν στο Τόκιο, και για την Ιαπωνία η διοργάνωση ήταν μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να επιδείξει σε παγκόσμια κλίμακα τις οικονομικές και τεχνολογικές προόδους που είχε κάνει στο διάστημα μετά τη λήξη του πολέμου. Η Ολυμπιάδα της Ιαπωνίας ήταν η πιο δαπανηρή από τις έως τότε διοργανώσεις, ενώ για πρώτη φορά υπήρχε και δορυφορική τηλεοπτική κάλυψη. Αρχικά, οι διοργανωτές των Αγώνων απευθύνθηκαν στον μεγάλο Ακίρα Κουροσάβα για την ταινία της Ολυμπιάδας, ωστόσο εκείνος επέμενε να αναλάβει ταυτόχρονα και τις τελετές έναρξης και λήξης. Η σκηνοθεσία της ταινίας ανατέθηκε τελικά στον Κον Ιτσικάουα («Η άρπα της Βιρμανίας»), λίγους μόνο μήνες πριν την έναρξη των Αγώνων.
Όταν όμως τον επόμενο χρόνο ο Ιτσικάουα παρουσίαζε το αποτέλεσμα της δουλειάς του, προκάλεσε την οργή της κυβέρνησης της Ιαπωνίας, καθώς δεν ενδιαφέρθηκε να αναδείξει τις εντυπωσιακές επιδόσεις των Ιαπώνων αθλητών, ούτε τις αρχιτεκτονικές εγκαταστάσεις που χτίστηκαν ειδικά για τους Αγώνες. Ο Ιτσικάουα δημιούργησε ένα ψηφιδωτό της ανθρώπινης προσπάθειας, δεν εστίαζε στους νικητές, τον ενδιέφερε μια ποιητική αλληγορία με close ups πάνω στους αθλητές, στα αγωνιώδη βλέμματα, στη μορφή του θρυλικού μαραθωνοδρόμου από την Αιθιοπία Αμπέμπε Μπικίλα… Η απάντηση της ιαπωνικής κυβέρνησης ήταν να απαγορεύσει την προβολή της ταινίας στην Ιαπωνία και να αναθέσει σε άλλο σκηνοθέτη να επεξεργαστεί το υλικό που είχε κινηματογραφήσει ο Ιτσικάουα. Πράγματι σε λίγους μήνες, τον Ιούλιο του 1965, μια νέα ταινία έκανε την εμφάνισή της, το βαρύγδουπο «Impressive Century». Ωστόσο, η ταινία του Ιτσικάουα είχε ήδη προβληθεί στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, κερδίζοντας εγκωμιαστικά σχόλια και τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών.
Στο Μόναχο (1972), στην Ολυμπιάδα της σφαγής των Ισραηλινών αθλητών, είχε επιλεγεί μια πρωτότυπη αλλά τελικά ανεπιτυχής προσέγγιση, με τη σπονδυλωτή ταινία οκτώ διάσημων σκηνοθετών: Είναι το «Visions of Eight», και οι οκτώ σκηνοθέτες ήταν ο Κον Ιτσικάουα (που ο αντίκτυπος της δουλειάς του στο Τόκιο ήταν ακόμη ισχυρός), ο Αρθουρ Πεν, ο Κλοντ Λελούς, η Μάι Ζέτερλινγκ, ο Μίλος Φόρμαν, ο Μάικλ Πφέλγκαρ, ο Γιούρι Οζέροφ και ο Τζον Σλέσινγκερ. Ο Ιτσικάουα κινηματογραφεί σε slow motion τους σπρίντερ, ενώ εντυπωσιάζει η επιλογή του Κλοντ Λελούς να στρέψει την προσοχή του στην πλευρά των ηττημένων… Ο Σλέσινγκερ παρακολουθεί τη ζωή ενός Βρετανού μαραθωνοδρόμου πριν και κατά τη διάρκεια των Αγώνων, ο οποίος μάλιστα τερματίζει σχεδόν τελευταίος.
Σήμερα στη Βρετανία, με την ευκαιρία της Ολυμπιάδας του Λονδίνου προβάλλονται ξανά στις αίθουσες οι «Δρόμοι της φωτιάς» του Χιου Χάντσον (1981), η ταινία που τις τελευταίες δεκαετίες έχει συνδεθεί περισσότερο με τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Στα όρια ενός ευπρεπούς δράματος, η υπόθεση αναφέρεται στην Ολυμπιάδα του Παρισιού, στα 1924, και στην αληθινή ιστορία δύο δρομέων από τη Βρετανία, του Σκωτσέζου Ερικ Λίντελ και του εβραϊκής καταγωγής Χάρολντ Εϊμπραχαμς, που ταυτόχρονα αγωνίζεται και ενάντια στις προκαταλήψεις. Οι «Δρόμοι της φωτιάς» κέρδισαν απροσδόκητα επτά υποψηφιότητες για Όσκαρ εκείνη τη χρονιά και έφυγαν από την τελετή με τέσσερα βραβεία της Ακαδημίας, ανάμεσά τους και αυτό της καλύτερης ταινίας! Πιθανότατα ουσιαστικό ρόλο στην επιτυχία είχε η «κόντρα» μουσική του Βαγγγέλη Παπαθανασίου, που έντυσε έξυπνα την ταινία… Αυτή τη μουσική του Βαγγέλη δανείστηκε και ο Ντάνι Μπόιλ, ο σκηνοθέτης της τελετής έναρξης των Αγώνων του Λονδίνου, μαζί με τραγούδια των Μπιτλς, των Χου, των Σεξ Πίστολς…
Φωτογραφία: Μια «εξορισμένη» εικόνα από την επίσημη καταγραφή των Ολυμπιακών Αγώνων: Στην Πόλη του Μεξικού, το 1968, οι Αμερικανοί Τόμι Σμιθ και Τζον Κάρλος σηκώνουν τις γροθιές τους σε ένδειξη συμπαράστασης στο κίνημα των Αφροαμερικανών στις ΗΠΑ
Πηγη:www.left.gr

λέξεις κλειδιά:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

κατηγορίες