Μαρίνος Αντύπας: Ο άνθρωπος σύμβολο της απελευθέρωσης της αγροτιάς

Του Γιώργου Πετρόπουλου.

«Τας ανωτέρω ιδέας προσπαθώ να φυτεύσω εις την ψυχήν των χωρικών, διά να γίνωσι μίαν ημέραν ελεύθεροι – ήδη είνε είλωτες – και επειδή η εργασία αύτη απαιτεί οικονομικήν ευρωστίαν – οιονεί λίπασμα διά το φυτόν – διά τούτο προσπαθώ το κατά δύναμιν ν’ αφαιρεθώσιν από τα κακώς κτηθέντα δικαιώματα των τσιφλικιούχων, διά να δοθώσιν εις τους αδίκως εξ αυτών απογυμνωθέντας χωρικούς… Φρονώ ότι το δίκαιον είνε εκεί όπου το συμφέρον των πολλών και όχι των ολίγων, επομένως μεταχειρίζομαι τας δυνάμεις μου υπέρ της εξαφανίσεως του τσιφλικιού και της πλήρους ανεξαρτησίας του καλλιεργητού»

Μαρίνος Αντύπας[1]

Στις 10 Μάρτη του 1907 ο αθηναϊκός Τύπος δημοσίευσε μια είδηση, που συγκλόνισε τα λαϊκά στρώματα, τη φτωχή αγροτιά και τους κύκλους των διανοούμενων σε ολόκληρη τη χώρα. Η είδηση αφορούσε τη δολοφονία του δικηγόρου Μαρίνου Αντύπα και αναγγέλθηκε στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων, γεγονός που υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα του προσώπου του δολοφονημένου. «Δολοφονία του Δικηγόρου Αντύπα παρά την Αγυιάν», γράφει στην πρώτη της σελίδα η εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ» του Δ. Καλαποθάκη, ενώ στη σελίδα 3, το σχετικό ρεπορτάζ αναφέρει[2]: «Λάρισα 9 Μαρτίου.- Χθες τη νύκτα εις το χωρίον Πυργετός της Ραψάνης ο γνωστός δικηγόρος Μαρίνος Αντύπας, ο ραπίσας άλλοτε αυτόσε τον κ. Σλήμαν, ων διευθυντής των κτημάτων του θείου του κ. Σκιαδαρέση, εφονεύθη υπό του επιστάτου του ετέρου συνιδιοκτήτου κ. Μεταξά, ονόματι Ιωάννου Κυριακού. Ο φόνος διεπράχθη εντός του κονακίου, συνεκίνησε δε μεγάλως τους χωρικούς, καθόσον ο Αντύπας υπερασπίζετο αυτούς παρέχων πλείστας ευκολίας συνεπεία των οποίων αντεμάχοντο μετά του συνιδιοκτήτου Μεταξά. Λεπτομέρειαι του φόνου τούτου αγνοούνται. Ο ανακριτής κ. Αγαθόνικος έσπευσε σήμερον επί τόπου. Ο δράστης συνελήφθη». Και η εφημερίδα προσθέτει: «Η είδησις της δολοφονίας ανηγγέλθη εις τας Αθήνας χθες (σ.σ. 9- 3- 1907) μετά μεσημβρίαν διά τηλεγραφήματος προς τον κ. Σκιαδαρέσην, ιδιοκτήτην του τσιφλικίου, το οποίον διηύθυνεν ο Αντύπας. Το τηλεγράφημα τούτο προήρχετο εκ μέρους του ανεψιού του κ. Σκιαδαρέση. Ητο δε βραχύτατον έχον ούτως:

«ΕΜΠΡΟΣ» 10/3/1907 – Το ρεπορτάζ για τη δολοφονία

«Σκιαδαρέσην

Αθήνας

Αντύπας εδολοφονήθη σήμερον. Ανάγκη σπεύσητε ενταύθα

Σκιαδαρέσης».

Κατόπιν του τηλεγραφήματος τούτου, ο θείος του δολοφονηθέντος Μαρ. Αντύπα ανεχώρησε χθες την εσπέραν κατεσπευσμένως εντεύθεν διά Βόλον και εκείθεν εις Λάρισσαν».

Η προσκείμενη στο παλάτι εφημερίδα «ΕΣΤΙΑ», στο δικό της ρεπορτάζ, προέβαινε σε έναν άκρως απειλητικό πολιτικό υπαινιγμό: «Η είδηση – έγραφε[3] – περί του φόνου του δικηγόρου Μ. Αντύπα εις το κτήμα Σκιαδαρέση εν Θεσσαλία προξένησεν εντύπωσιν εν Αθήναις, όπου, ανεξαρτήτως των σοσιαλιστικών ιδεών του, ο Αντύπας απήλαυε συμπαθειών. Ο ατυχής δικηγόρος πίπτει θύμα ατυχώς αυτών των αρχών του, τας οποίας από έτους και πλέον εφήρμοζεν εις το μέγα κτήμα του θείου του το οποίον διηύθυνε. Τούτο αποδεικνύει ότι ο σοσιαλισμός εν Ελλάδι μόνο εις ιδέας πρέπει να υπάρχει, και να τηρήτε απόστασιν από της εφαρμογής των αρχών του».

Ο υπαινιγμός ήταν σαφής κι έμοιαζε περισσότερο με απειλή: Εκείνον που θα επιχειρήσει να εφαρμόσει σοσιαλιστικές ιδέες τον περιμένει ο θάνατος!!! Δε θα μπορούσε, ίσως, εύκολα κανείς να βρει καλύτερο παράδειγμα ανοικτής πολιτικής τρομοκρατίας.

Η ίδια εφημερίδα συνέχισε και τις επόμενες μέρες της αναγγελίας του θανάτου του Μ. Αντύπα να γράφει στο ίδιο ακριβώς μοτίβο. «Αι τελευταίαι λέξεις του δυστυχούς σοσιαλιστού Αντύπα τας οποίας δημοσίευσαν αι εφημερίδες, θα εχρωματίσθησαν βεβαίως από το στόμα του με τη βαθυτέραν πικρίαν και απογοήτευσιν. Διότι βεβαίως, δε θα απήλθεν ενθουσιασμένος από τη δοκιμήν της πρακτικής σημασίας των λέξεων «Ισότης, Αδελφότης, Ελευθερία», ο ατυχής σοσιαλιστής. Αι σφαίραι αι οποίαι τον έρριψαν νεκρόν, θα τον εδίδαξαν, ολίγον αργά, ότι αι λέξεις αυταί έπρεπε να σβεσθούν από το ελληνικόν λεξικόν»[4].

Μαζί με την αναγγελία του θανάτου του Αντύπα, ο αθηναϊκός Τύπος έδωσε και στοιχεία γύρω από τη βιογραφία του, τα οποία αξίζει να αναφερθούν, κυρίως γιατί φανερώνουν μια προσωπικότητα γνωστή στην ελληνική κοινωνία για την κοινωνικοπολιτική της δράση. «Ο δολοφονηθείς Μαρίνος Αντύπας – γράφει η εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ»[5] – είνε γνωστοτάτη αθηναϊκή φυσιογνωμία ηλικίας 35 περίπου ετών καταγόμενος εκ Κεφαλληνίας. Ως αντιπροσωπεύων τας σοσιαλιστικάς αρχάς ήτο πολύ γνωστότερος ενταύθα ή ως δικηγόρος. Εν συλλαλητηρίοις πολλάκις είχεν ομιλήσει ο Αντύπας, αλλά δεν ήλπιζε ουδείς ότι εάν μετεβάλλετο ποτέ η οικονομική του κατάστασις, δε θα απηρνείτο τας αρχάς ταύτας, γνωστού όντος ότι εν Ελλάδι σοσιαλισταί είνε μόνον όσοι είνε φτωχοί.

Ο Αντύπας εν τούτοις όταν επεσκέφθη τον θείον του κ. Σκιαδαρέσην, πλούσιον ομογενή εκ Ρουμανίας και κατέπεισεν αυτόν να έλθη και εγκατασταθή εις την Ελλάδα και αγοράση το μέγα κτήμα παρά την Αγυιάν, του οποίου διωρίσθη διευθυντής αυτός, ο Αντύπας δεν απέβαλε τας αρχάς του. Απ’ εναντίας συνετέλεσεν εις την αγοράν του κτήματος διά να τας εφαρμόση. Και τας εφήρμοσε πράγματι, μολονότι τούτο τω στοίχισεν ήδη τον θάνατον.

Αφ’ ης εποχής ανέλαβε τη διεύθυνσιν του χωρίου, νέα περίοδος ζωής εγκαινιάσθη εις τους γεωργικούς πληθυσμούς. Οι χωρικοί του ετύγχανον απείρων ευκολιών και οι γεωργοί των πέριξ κτημάτων βλέποντες τη διαφοράν της ζωής αυτών και των γεωργών του κ. Σκιαδαρέση διεμαρτυρήθησαν προς τους γαιοκτήμονας, ούτοι δε κατήγγειλαν τον Αντύπαν, εξ ου προεκλήθη το γνωστόν επεισόδιον αυτού μετά του κ. Σλήμαν.

Ο Αντύπας κατά την εποχήν του πολέμου είχε μεταβή συγχρόνως μετά του υπό τον Τιμ. Βάσσον στρατού εις Κρήτην με τη φάλαγγα των φοιτητών και διεκρίθη διά την ευτολμίαν του. Επανελθών εκείθεν μετά το τέλος του πολέμου είχε σχηματίσει την πεποίθησιν ότι η κακή έκβασις αυτού οφείλετο εις τη Βασιλείαν και την πεποίθησίν του ταύτην υπεστήριξε δημοσία εις τας πολυπληθείς διαδηλώσεις, αι οποίαι οργανώθησαν τότε. Διά τους λόγους του εις τας διαδηλώσεις εκείνας τω απηγγέλθη κατηγορία και ο Αντύπας κατεδικάσθη εις 2 ετών φυλάκισιν».

Έτσι είχε καταγραφεί ο Μαρίνος Αντύπας στη συνείδηση των αντιπάλων του κι αυτό σήμαινε πως έχαιρε του σεβασμού που ταιριάζει σε κάθε πραγματικό λαϊκό αγωνιστή και οραματιστή. Ας δούμε, όμως, με περισσότερες λεπτομέρειες ποιος ήταν πραγματικά.

Από τον επτανησιακό ριζοσπαστισμό στις σοσιαλιστικές ιδέες

Ο Μαρίνος Αντύπας γεννήθηκε στα Φερεντινάτα της Κεφαλονιάς το 1872. Η οικογένειά του δε φαίνεται να ήταν από τις παλιές αρχοντικές οικογένειες της περιοχής, οι οποίες έφεραν το ίδιο όνομα. Ο πατέρας του Σπύρος Αντύπας ήταν γλύπτης και ζούσε από το επάγγελμά του. Ετσι ο Μαρίνος κατόρθωσε να τελειώσει το γυμνάσιο με πολλές στερήσεις, που έγιναν ακόμη μεγαλύτερες όταν ήρθε να ζήσει στην Αθήνα ως φοιτητής της Νομικής Σχολής, χωρίς εντέλει να αποπερατώσει τις σπουδές του και να πάρει το πτυχίο του νομικού[6].

Στα Επτάνησα, και ιδίως στην Κεφαλονιά, η προοδευτική – ριζοσπαστική αστική παράδοση είχε ισχυρές ρίζες κι αυτό χωρίς αμφιβολία δημιουργούσε ένα θετικό κοινωνικό κλίμα, το οποίο επέδρασε στην κοινωνική και πολιτική συνειδητοποίηση του Μαρίνου Αντύπα. Ο επτανησιακός ριζοσπαστισμός ως ανεξάρτητο κίνημα που συνδύαζε τις ιδέες του αστικού δημοκρατισμού με το απελευθερωτικό αίτημα για ένωση των νησιών με την Ελλάδα στη βάση της εθνικής αυτοδιάθεσης έδρασε από το 1848 έως το 1864 που η ένωση αυτή πραγματοποιήθηκε. Οι επίγονοι αυτού του κινήματος – όταν αυτό έπαψε πια να υπάρχει – ήταν εκ των πραγμάτων δεκτικοί στις νέες κοινωνικές ιδέες κι ένας απ’ αυτούς ήταν ο Μαρίνος Αντύπας, τον οποίο ο Τάσος Βουρνάς χαρακτηρίζει «επίγονο των καλύτερων παραδόσεων των ριζοσπαστών αγωνιστών της πατρίδας του Επτανήσου».[7]

Σύμφωνα με τον Θ. Μπενάκη, ο Μ. Αντύπας ήταν μυημένος στις τεκτονικές ιδέες των φιλελεύθερων ρευμάτων κι έτσι όταν βρέθηκε στην Αθήνα δεν άργησε να προσεγγίσει τους σοσιαλιστικούς κύκλους της εποχής[8]. «Στο Σοσιαλισμό – γράφει ο Χρ. Βραχνιάρης – μυήθηκε στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στη Νομική Σχολή. Ερχεται σ’ επαφή με τους σοσιαλιστικούς κύκλους που επηρεάζονται από τον Σταύρο Καλλέργη, γίνεται μέλος του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου και αναπτύσσει πολύπλευρη δραστηριότητα»[9]. Ο Π. Νούτσος συμπληρώνει πως όντας φοιτητής ο Μ. Αντύπας δε συνδέεται απευθείας με το «Σοσιαλιστικό Σύλλογο», αλλά «με τους σοσιαλιστικούς κύκλους των συμπατριωτών του που βρίσκονται μέσα και έξω από τον «Σοσιαλιστικό Σύλλογο» και τις μεταπλάσεις του»[10]. Η σχέση του, πάντως, με το «Σοσιαλιστικό Σύλλογο» βεβαιώνεται και από δημοσίευμα της εφημερίδας «Σοσιαλιστής» που έβγαζε ο Καλλέργης, όπου, στο φύλλο της 1/3/1896, μεταξύ άλλων, αναφέρεται: «Περί τα μέσα του 15ημέρου τούτου, εν Βιτρινίτση, ο σοσιαλιστής Μ. Αντύπας, φοιτητής της Νομικής, ωμίλησε ενώπιον 200 περίπου προσώπων αναπτύξας τας σοσιαλιστικάς αυτού ιδέας…»[11].

Από την Κρητική Επανάσταση στους κοινωνικοπολιτικούς αγώνες

Οταν το 1896, ξέσπασε η επανάσταση στην Κρήτη, ο Αντύπας πήγε στο νησί και πήρε μέρος ως εθελοντής μαζί με άλλους συμφοιτητές του. Υποστηρίζεται μάλιστα ότι στο εγχείρημά του αυτό ακολούθησε τον Στ. Καλλέργη. «Κοντά του μάλλον, γράφει ο Νούτσος[12]- πήρε μέρος ως εθελοντής στην Κρητική επανάσταση του 1897». Αντίθετα ο Γιάννης Καψάλης είναι περισσότερο κατηγορηματικός. «Στη μεγαλόνησο – γράφει[13]- κατέβηκε ο 24χρονος τελειόφοιτος της Νομικής τον Φλεβάρη (1897) μόλις είχε κηρυχτεί και πάλι η επανάσταση κατά των Τούρκων με αίτημα την ελευθερία της και την ένωσή της με την Ελλάδα. Ο Αντύπας ακολούθησε τον Σταύρο Καλλέργη και μαζί τους πήγαν και άλλοι εθελοντές». Εν πάση περιπτώσει, όπως και νάχει το θέμα, η συμμετοχή του στην Κρητική επανάσταση είχε ως αποτέλεσμα το 1897 να τραυματιστεί στο στήθος και να επιστρέψει στην Αθήνα ενώ η ήττα της Κρητικής επανάστασης, όπως κι εκείνη στον ελληνοτουρκικό πόλεμο, που διεξήχθη τον ίδιο χρόνο στη Θεσσαλία, τον επηρέασαν βαθιά. Απ’ αφορμή αυτά τα τραγικά γεγονότα καταφέρνει να συνειδητοποιήσει βαθύτερα τον αντιλαϊκό ρόλο της μοναρχίας και τη δράση των μεγάλων δυνάμεων που για την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων είχαν σύρει σε μια ακόμα εθνική τραγωδία τον ελληνικό λαό. Ετσι, πρωταγωνίστησε στα συλλαλητήρια που θα γίνουν εκείνο το διάστημα και τα οποία συγκεντρώνουν πλήθος πολιτών οι οποίοι από άποψη ιδεών δημιουργούν ένα πολύχρωμο παζλ. Άνθρωποι με ταπεινωμένη την εθνική τους συνείδηση λόγω των αποτυχιών του ελληνοτουρκικού πολέμου και της Κρητικής επανάστασης αλλά κυρίως λόγω της επιβολής του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου στην Ελλάδα από τις ισχυρές καπιταλιστικές χώρες της Δύσης, άνθρωποι φιλειρηνιστές, απογοητευμένοι, πατριώτες αλλά και εθνικιστές κι ανάμεσά τους σοσιαλιστές της εποχής. Σ’ όλα αυτά τα συλλαλητήρια ο Αντύπας είναι πάντοτε ανάμεσα στους κύριους ομιλητές και σ’ ένα από αυτά που πραγματοποιήθηκε στις 26 Οκτώβρη του 1897 στην πλατεία Ομονοίας, ως κύριος ομιλητής, καταφέρθηκε με σφοδρότητα κατά των μεγάλων δυνάμεων και του παλατιού. «Χθες – γράφει για το εν λόγω συλλαλητήριο η εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ[14]- περί τις 3΄ συνεκροτήθη πολυπληθές συλλαλητήριον εν την πλατεία Ομονοίας. Κατά το συλλαλητήριον τούτο ωμίλησεν ο διδάκτωρ τα νομικά κ. Αντύπας όστις μετά πολλής ευγλωττίας παρέστησεν εις τον λαόν τη σημερινήν κατάστασιν, κατέληξε δε υποβαλών υπό την κρίσιν των συνελθόντων ψήφισμα όπερ ενθουσιωδώς εγένετο αποδεκτόν». Στο συλλαλητήριο εκείνο μεταξύ άλλων την κεντρική εξέδρα στόλιζε ένα πανό που έγραφε «Δημοκρατία – Σοσιαλισμός ζήτω ο λαός». Επίσης κάτω από την εξέδρα υπήρχαν δύο πανό με τα συνθήματα «Οχι Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος», «Έξω οι Τούρκοι από τη Θεσσαλία μας»[15]. Ήταν τόση δε η επιτυχία του συλλαλητηρίου και τόσο επικριτικός για την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων ο λόγος του Αντύπα που το καθεστώς διέταξε τη σύλληψή του και την προσαγωγή του σε δίκη η οποία έγινε στις 8/1/1898 έχοντας ως αποτέλεσμα την καταδίκη του σε φυλάκιση ενός έτους[16].

Μετά την αποφυλάκισή του, φαίνεται ότι εγκαταλείπει οριστικά τις σπουδές του και επιστρέφει στην ιδιαίτερη πατρίδα του[17].

Στην Κεφαλονιά ο Μ. Αντύπας επιχείρησε να βγάλει εφημερίδα προς διάδοση των ιδεών του. Την ονόμασε «ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ» και εξέδωσε το πρώτο της φύλλο στις 29/7/1900 αλλά λόγω των αντιδράσεων και των διώξεων που ακολούθησαν η έκδοσή της διακόπηκε και δε βγήκε άλλο φύλλο μέχρι τις 3/7/1904[18]. Βέβαια το γεγονός αυτό καθόλου δεν πτόησε τον Μ. Αντύπα ο οποίος συνέχισε να έχει τις πολιτικές του επαφές στο νησί, διαδίδοντας όσο μπορούσε περισσότερο τις ιδέες του.

Η δράση του Μ. Αντύπα δεν περιορίζεται στην Κεφαλονιά, όπου στις εκλογές του 1906 παρ’ ολίγο να εκλεγεί βουλευτής, αλλά επεκτείνεται στην Αθήνα και στον Πειραιά όπου έκανε διαλέξεις και εκφωνούσε λόγους. Στον Πειραιά μάλιστα είχε σχέσεις με τον πρόεδρο των εργατικών σωματείων Ανάργυρο Φαρδούλη[19].

Το 1903, λόγω των καταδιώξεων εναντίον του, ο Αντύπας έκανε ένα, καθοριστικό, για τη ζωή του, ταξίδι στον θείο του Γεώργιο Σκιαδαρέση που διέμενε στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας και ύστερα από πολλές συζητήσεις τον έπεισε να επενδύσει αγοράζοντας γη στο Θεσσαλικό κάμπο. Πράγματι ο Γ. Σκιαδαρέσης, μαζί μ’ έναν άλλο συμπατριώτη του, τον Αρ. Μεταξά, αγόρασε στην περιοχή των Τεμπών ένα μεγάλο κτήμα 300.000 στρεμμάτων[20]. Στο κτήμα αυτό θα πήγαινε μερικά χρόνια αργότερα ο Μ. Αντύπας για να εργαστεί ως διευθυντής, να διαδώσει τις ιδέες του υπέρ των κολίγων κι εντέλει να συναντήσει το θάνατο. Προηγουμένως όμως, στα 1904, επέστρεψε στην Κεφαλονιά, ξαναέκδωσε την εφημερίδα του «ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ» και ίδρυσε μια πολιτικο- εκπαιδευτική λέσχη με τον τίτλο Λαϊκό Αναγνωστήριο «Η ισότης»[21].

Στο πλευρό των κολίγων και στο δρόμο προς το θάνατο

Ο Αντύπας ανέλαβε τη διεύθυνση των κτημάτων του θείου του τον Ιούνη του 1906. Εκεί συνάντησε μια κατάσταση που δεν μπορούσε να τον αφήσει ανεπηρέαστο. Οι σχέσεις ιδιοκτησίας πάνω στη γη είχαν μείνει όπως ήταν επί τουρκοκρατίας. Το ίδιο συνέβαινε και με τις συνθήκες εργασίας των χωρικών στα χτήματα των τσιφλικάδων. Είναι γνωστό άλλωστε πως το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα, δηλαδή η απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και το μοίρασμά τους στους αγρότες, δε λύθηκε μετά την Επανάσταση του ’21 αλλά μετατέθηκε για έναν αιώνα μετά ενώ στη Θεσσαλία έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις.

Η Θεσσαλία προσαρτήθηκε στην Ελλάδα το 1881, ύστερα από την υπογραφή ειδικής σύμβασης ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις και την Τουρκία στο πλαίσιο του Συνεδρίου του Βερολίνου. Όμως τίποτα δεν άλλαξε στη ζωή των αγροτών του Θεσσαλικού κάμπου. Η γη απλώς άλλαξε χέρια και τον Τούρκο δυνάστη διαδέχτηκε ο Έλληνας ο οποίος πολύ συχνά αποδεικνυόταν χειρότερος του προκατόχου του. Πέρα όμως από αυτό, η κατάσταση των φτωχών αγροτών της περιοχής επιβαρυνόταν και από τη διεθνή κατάσταση δεδομένου ότι την εποχή που η Θεσσαλία πέρασε στην ελληνική επικράτεια, ο παγκόσμιος καπιταλισμός βρισκόταν σε συνθήκες οξύτατης κρίσης (κρίση του προμονοπωλιακού καπιταλισμού του ελεύθερου ανταγωνισμού). Έτσι πολλαπλασιάζονταν τα κερδοσκοπικά φαινόμενα γενικά και η κερδοσκοπική εκμετάλλευση της γης ειδικότερα, με την οποία ασχολήθηκαν σημαντικοί παράγοντες του ελληνικού χρηματιστικού κεφαλαίου που – ας σημειωθεί – στη συνέχεια αποκλήθηκαν από το κράτος ως εθνικοί ευεργέτες.

Πώς ζούσαν επομένως οι κολίγοι της Θεσσαλίας τώρα που δεν είχαν τον Τούρκο στο κεφάλι τους;

«Οι καλλιεργηταί, όπως και πρώτα – γράφει ο Δ. Μπούσδρας[22]- υποχρεούντο να δίδωσιν εις τον γαιοκτήμονα (αφέντην), το τρίτον ή το ήμισυ των παραγομένων καρπών, ενοίκιον διά τη βοσκήν των κτηνών, μέγαν αριθμόν ορνίθων και αμνών, ικανήν ποσότητα τυρού, βουτύρου, καυσοξύλων, αιγών, πεπονιών, χόρτου και αχύρου, να στέλλωσιν εν θήλυ μέλος, ίνα ζημώνη και ψήνη το ψωμί της επιστασίας, λείψανον του δικαιώματος της πρώτης νυκτός: Οι τσιφλικούχοι εξουσίαζον το σώμα των γυναικών και των θυγατέρων των κολίγων… Κατώκουν (σ.σ. οι κολίγοι) εις τρώγλας και πολλοί συνέτρωγον εν τη αυτή φάτνη με τους όνους των, θνήσκοντες δε, και με αιμάσσουσαν καρδίαν, ητένιζον τα πέριξ της κλίνης του θανάτου τέκνα των, διότι τα εγκατέλειπον άστεγα… Οσάκις δε υπεδέχοντο τον αφέντην επισήμως, γονυπετείς, εσύροντο, εκτύπων το χώμα με το μέτωπον τρεις φορές και εφίλουν τον αριστερόν πόδα του. Γενικώς δε ειπείν αι μεγάλαι πιέσεις, αι εξαθλιώσεις και αι αφόρητοι ταπεινώσεις δίκην μαστιγίου, έπληττον τα νώτα και είχον κάμει τους χωρικούς δέκτας ενός επαναστατικού ευαγγελίου… ».

Σε μια μελέτη του που εκδόθηκε στα 1906 ο Σοφοκλής Τριανταφυλλίδης, μεταξύ άλλων έγραφε[23]: «Η Θεσσαλία επί Τουρκοκρατίας, δεν ετυραννείτο από τους Τούρκους αλλ’ από τους κοτζαμπάσηδες διά των Τούρκων… Μετά την προσάρτησιν αι Ελληνικαί Κυβερνήσεις παρέδωσαν τη Θεσσαλίαν εις νέαν εκμετάλλευσιν, και εις νέαν τυραννίαν ολίγον διαφέρουσαν, αν μη χείρονα της πρώτης. Την παρέδωσαν εις τον κοτζαμπασισμόν και την τοκογλυφίαν… Οι χωρικοί όθεν και οι κολίγοι της Θεσσαλίας εκτός της αρπαγής του Αλή, και της βίας του Σουλτάνου, υπέστησαν νέαν βίαν εκ μέρους της κυβερνήσεως της γλυκειάς των Πατρίδος, η οποία, διά της χωροφυλακής, διά των Αστυνόμων, διά των Νομαρχών και διά των Εισαγγελέων, απειλούσα διωγμούς, φυλακίσεις και εξώσεις, ηνάγκασε τους κολίγους να παραιτηθώσιν άκοντες παντός δικαιώματος, το οποίο είχον επί των αγρών των, και να συναινέσωσιν εις την κατάλυσιν παντός περιορισμού της κυριότητος των τσιφλικίων όστις υφίστατο υπό το κράτος της Σουλτανικής κυριαρχίας».

Τέτοια ήταν η κατάσταση και ακόμη χειρότερη. Την περιέγραφαν άλλωστε κορυφαίοι αστοί διανοούμενοι και πολιτικοί της εποχής. Ο Αλ. Παπαναστασίου για παράδειγμα, σε μια μελέτη του γραμμένη και δημοσιευμένη την Ανοιξη του 1910, γράφει ανάμεσα σε άλλα[24]:

«Κατά τον επικρατούντα εις τη Θεσσαλικήν πεδιάδα οικονομικόν οργανισμόν, η κυριότης της γης έχει χωρισθή από την καλλιέργειαν αυτής. Η πρώτη ανήκει εις σχετικώς ολίγους ιδιοκτήτας, η δευτέρα ευρίσκεται εις τας χείρας πολλών γεωργών… Εις τη Θεσσαλίαν η κατανομή της παραγωγής μεταξύ καλλιεργητών και ιδιοκτητών ρυθμίζεται κατά το σύστημα της επιμόρτου καλλιέργειας… Το σύστημα τούτο είναι ανεκτό εις πρωτογόνους κοινωνίας και πρωτογόνους αγροτικάς σχέσεις».

Υπό αυτές τις συνθήκες ο νεαρός σοσιαλιστής Μαρίνος Αντύπας επεξεργάζεται ένα πολιτικό πρόγραμμα για την απελευθέρωση των κολίγων το οποίο και προπαγανδίζει ανοικτά, προκαλώντας την οργή της κρατικής εξουσίας και των μεγαλοκτηματιών. «Δεν ήτο – διαβάζουμε για τον Αντύπα αυτής της περιόδου στο λεξικό του Ανεξάρτητου[25]- ο επιστάτης, το όργανον δηλαδή ενός φεουδάρχου, αλλά ο παλαιός Αντύπας. Καθημερινώς επροπαγάνδιζε τη χειραφέτησιν των σκλάβων αγροτών. Εκαμε διαλέξεις, περιοδείας εις τα γύρω χωριά (περιφερείας Πυργετού) και με μίαν λέξιν ύψωσε τη σημαίαν του Αγροτισμού. Βεβαίως δεν επροπαγάνδιζε τη χωρίς καμμίαν αποζημίωσιν απαλλοτρίωσιν των τσιφλικίων, αλλά …την παραχώρησιν τούτων εις τους γεωργούς κατόπιν δικαίας και λογικής αποζημιώσεως των τσιφλικιούχων… Διά την εποχή εκείνην όμως η προπαγάνδα αυτή ήτο μία επαναστατική προπαγάνδα».

Αρχικά η αντίδραση επιχείρησε να φοβίσει τον Αντύπα. Μέσω της Νομαρχίας, την οποία κινητοποίησε ο βουλευτής Αγιάς Αγαμέμνων Σλήμαν[26] (γιος του αρχαιολόγου Ερρίκου Σλήμαν), του έγιναν συστάσεις να σταματήσει την προπαγάνδα στους αγρότες ενώ η χωροφυλακή του απηύθυνε παρατηρήσεις. Όμως αυτός δεν ήταν από εκείνους που τρομοκρατούνταν εύκολα και γι’ αυτό συνέχισε το έργο του. Έτσι αποφάσισαν να τον βγάλουν από τη μέση[27]. Η βρώμικη δουλιά ανατέθηκε στον Ιωάννη Κυριακού, επιστάτη στα κτήματα του συνεταίρου του θείου του Αρ. Μεταξά. Ο Κυριακού που συμπεριφερόταν βάναυσα στους κολίγους, μισούσε θανάσιμα τον Αντύπα για τη φιλοαγροτική του συμπεριφορά. Επίσης, είχε τη δυνατότητα να βρίσκεται κοντά του, λόγω του κοινού χώρου εργασίας και διαμονής τους και μπορούσε να τον δολοφονήσει με τρόπο που το έγκλημα είτε να μοιάζει με αυτοάμυνα είτε ως εκκαθάριση προσωπικών λογαριασμών. Έτσι και έγινε.

Τη νύχτα 8 Μαρτίου του 1907 επιστρέφοντας από μια δίκη του στη Λάρισα με τον νομάρχη Νιώτη, ο Μαρίνος Αντύπας δολοφονήθηκε άνανδρα από τον Κυριακού δεχόμενος σφαίρα από δίκανο «εκ των όπισθεν και εις την οσφυακήν χώραν».

Οι αρχές επιχείρησαν να συγκαλύψουν τις πραγματικές συνθήκες της δολοφονίας και να κατασκευάσουν ελαφρυντικά για το δολοφόνο δεδομένου ότι η δολοφονία απάλλασσε από ένα μεγάλο μπελά και τους τσιφλικάδες και το κράτος. Ο αστυνόμος της Ραψάνης σε τηλεγράφημά του προς το υπουργείο Εσωτερικών έγραφε για το θέμα[28]: «Αντύπας ραπίσας Κυριακού εφονεύθη υπ’ αυτού αμυνομένου». Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε και ο αστικός Τύπος είτε από σκοπιμότητα, είτε λόγω της πληροφόρησης που είχε από τις αρχές είτε και για τους δύο λόγους μαζί. Στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ διαβάζουμε[29]: «Ο φόνος του δικηγόρου Μαρίνου Αντύπα εις τον Πυργετόν του Ολύμπου παρήγαγε βαθυτάτην συγκίνησιν… Ο Αντύπας, αντιπρόσωπος του Σκιαδαρέση μετέβη τη νύκτα εις το κοινόν κονάκιον ζητών να ανοίξη τη θύραν ενός διαφιλονικουμένου δωματίου, ην έκλεισε ο Κυριακού, επιστάτης του ετέρου συνιδιοκτήτου κ. Μεταξά. Ο Μαρίνος εισελθών εις το δωμάτιον του ύπνου του Κυριακού απειλητικώς ενέβαλε τον τελευταίον εις φόβον. Ο Κυριακού ήρπασε τότε το κρεμασμένον Αγγλικόν όπλον Βίντσεστερ και επυροβόλησε δις πλήξας τον Αντύπαν εις την κεφαλήν και εις το ισχύον. Ο Αντύπας έπεσεν αμέσως άπνους».

Βέβαια η αλήθεια ήταν εντελώς διαφορετική. Στην κατάθεσή του ο ξάδελφος του Αντύπα, Παναγιώτης Σκιαδαρέσης, περιγράφει ως εξής τις συνθήκες του φόνου:

«Εκαθήμεθα εις το κάτω πάτωμα της οικίας μας και ετρώγαμεν, ότε περί την 11ην ο Αντύπας εγερθείς μετέβη όπως παραλάβει εκ του δωματίου του επιστολή τινά πλην εύρε τη θύραν του διαδρόμου κλειστή και έκρουσεν όπως του ανοίξουν. Ο εντός κοιμώμενος Ιωάννης Κυριακού εγερθείς του ύπνου ηρνήθη ν’ ανοίξη. Επειτα όμως ανοίξας είπε εις τον Αντύπα, ότι ουδέν δικαίωμα έχει να εισέλθει εις την οικίαν του. Εκ τούτου προκλήθη φιλονικία και αντηλλάγησαν βαρείαι φράσεις μετά τας οποίας ο Κυριακού λαμβάνει το όπλον διά του οποίου πυροβολεί και χτυπά τον Αντύπα ελαφρώς εις την κεφαλήν. Οτε όμως ούτος έφευγεν εδέχθη δεύτερον πυροβολισμόν διά δικάνου όπλου εις την οσφυακήν χώραν και πίπτει εις τας αγκάλας μου. Μετά μία ώρα εξέπνευσε λέγων «Ισότης, Αδελφότης, Ελευθερία». Ο φονεύς αμέσως εκλείσθη εις το δωμάτιό του, άλλως θα εφονεύετο υπό των χωρικών, οίτινες ελάτρευαν τον Αντύπα. Μετ’ ολίγον ο φονεύς παρεδόθη εις τον καταφθάσαντα αστυνόμο».

Λίγο καιρό αργότερα ο Κυριακού θα αθωωνόταν πανηγυρικά από το δικαστήριο.

Η ιδεολογία του Αντύπα

Προσδιορίζοντας ο ίδιος την ιδεολογικο-πολιτική του τοποθέτηση ο Αντύπας έγραφε: «Είμαι σοσιαλιστής όνομα και πράγμα, φέρω τον τίτλον μου πιστώς και υπερηφάνως. Πιστεύω ως παντοκράτορα, ποιητήν ορατών τε και αοράτων, την ΕΡΓΑΣΙΑΝ, και ως ομοούσιον και αχώριστον τριάδα της ευτυχίας και ειρήνης την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ, ΙΣΟΤΗΤΑ και ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑ»[30].

Ο Μαρίνος Αντύπας ανήκει στην ομάδα των επιφανών Ελλήνων ουτοπικών σοσιαλιστών, αν και ο Μ. Δημητρίου τον χαρακτηρίζει «Σημαιοφόρο του λαϊκιστικού αγροτισμού», χωρίς όμως να επιχειρήσει να δικαιολογήσει έναν τέτοιο χαρακτηρισμό που δε φαίνεται να ευσταθεί[31]. Σε τι όμως συνίστατο ο σοσιαλισμός του Αντύπα; Ο ίδιος, όπως γράφει ο Κορδάτος, «ούτε ξένες γλώσσες ξέρει, ούτε μόρφωση σοσιαλιστική έχει. Τα μεταφρασμένα στα ελληνικά βιβλία του Τολστόι, του Κροπότκιν, του Μπέμπελ, του Ζολά κ.ά. τον επηρεάζουν πολύ. Θα είχε διαβάσει επίσης την ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης καθώς και τις αναρχικές μπροσούρες που είχαν κυκλοφορήσει… στην Πάτρα, στον Πύργο και αλλού. Το δίχως άλλο κι απ’ τα φυλλάδια του Καλλέργη και του Δρακούλη κάτι θα πήρε. Στο μυαλό του, όμως δεν ξεχώριζε τον Τολστόι από τον Μπέμπελ, το Ζολά από τον Κροπότκιν. Όλους τους έπαιρνε για σοσιαλιστές της ίδιας μάρκας»[32]. Πέραν αυτών, πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως ο Αντύπας αγνοούσε εντελώς τον Μαρξ και τον Ενγκελς και φυσικά δεν είχε την παραμικρή υποψία γύρω από τα ζητήματα του επιστημονικού σοσιαλισμού. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, όπως σημειώνει μια παλιά μελέτη του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας (ΑΚΕ) ο Αντύπας δεν μπόρεσε να συλλάβει το αγροτικό πρόβλημα στο σύνολό του, να δει δηλαδή «ότι η αστική τάξη συμβιβάστηκε με τους τσιφλικάδες και δεν ήθελε και δεν μπορούσε να λύσει το αγροτικό πρόβλημα»[33]. Επρόκειτο βεβαίως για μια αντικειμενική αδυναμία του Μ. Αντύπα που σε τίποτα δεν επηρεάζει το γεγονός ότι είναι αυτός κυρίως που άναψε τη φωτιά της εξέγερσης στις αγροτικές μάζες της Θεσσαλίας ώστε δικαίως, τόσο με τη δράση του όσο και με τη θυσία του, να θεωρείται ο προάγγελος του Κιλελέρ και όλων των αγροτικών αγώνων που ακολούθησαν για να απαλλαγούν οι κολίγοι από τα δεσμά του κοτσαμπαδισμού και του αστικού μετασχηματισμού του.

«Αυτός ήταν ο Μαρίνος Αντύπας – γράφει ο Γ. Καρανικόλας[34] – και αυτό το τέλος του. Δυστυχώς η Πολιτεία δεν τον αναγνώρισε και φυσικά δεν τον τίμησε. Όμως δε θα βραδύνει. Στη νεοελληνική ιστορία θα πάρει τη θέση που του ταιριάζει. Και κει στο θεσσαλικό κάμπο θα στηθεί περίλαμπρος ο ανδριάντας του να ατενίζει στους αιώνες ό,τι αγάπησε. Και για ό,τι θυσιάστηκε, ενώ μπορούσε να ήταν «τιμώμενο» πρόσωπο στην εποχή του».

1 Μαρίνος Αντύπας: «Προς τον λαόν και άλλα κείμενα», Βιβλιοθήκη Ελλήνων Ριζοσπαστών και Σοσιαλιστών, εκδόσεις «Κούριερ εκδοτική», σελ. 56-57

2 «ΕΜΠΡΟΣ», 10-3-1907

3 «ΕΣΤΙΑ», 10-3-1907

4 «ΕΣΤΙΑ» 11-3-1907

5 «ΕΜΠΡΟΣ», 10-3-1907

6 «Κοινωνιολογικόν και Πολιτικόν Λεξικόν του «Ανεξάρτητου», τόμος 2ος, Φεβρουάριος 1934, σελ. 278

7 Τάσος Βουρνάς: «Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας 1821-1909», εκδόσεις «Τολίδη», σελ. 587.

8 Μαρίνος Αντύπας: «Προς τον λαόν και άλλα κείμενα», εκδόσεις «Κούριερ εκδοτική», εισαγωγή Θ. Μπενάκη, σελ. 10

9 Χρήστου Βραχνιάρη: «Ανάμεσα σε δύο εξεγέρσεις: Κιλελέρ 1910- Τρίκαλα 1925», εκδόσεις «Αλφειός», σελ. 40

10 «Η Σοσιαλιστική Σκέψη στην Ελλάδα», εισαγωγή, επιλογή κειμένων, υπομνηματισμός Παναγιώτης Νούτσος, εκδόσεις «ΓΝΩΣΗ», τόμος Α’, σελ. 300

11 Γ. Κορδάτου: «Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος» εκδόσεις «Μπουκουμάνη», σελ. 99

12 «Η Σοσιαλιστική Σκέψη στην Ελλάδα», εισαγωγή, επιλογή κειμένων, υπομνηματισμός Παναγιώτης Νούτσος, εκδόσεις «ΓΝΩΣΗ», τόμος Α’, σελ. 300

13 Γιάννη Δ. Καψάλη: «Μαρίνος Αντύπας – Ο πρωτομάρτυρας Σοσιαλιστής και πρόδρομος του Κιλελέρ», εκδόσεις «Γ. ΗΒΟΣ», σελ. 11-12

14 «ΕΜΠΡΟΣ», 27-10-1897

15 Γιάννη Δ. Καψάλη: «Μαρίνος Αντύπας – Ο πρωτομάρτυρας Σοσιαλιστής και πρόδρομος του Κιλελέρ», εκδόσεις «Γ. ΗΒΟΣ», σελ. 67

16 Μιχάλης Δημητρίου: «Το Ελληνικό Σοσιαλιστικό Κίνημα», εκδόσεις «ΠΛΕΘΡΟΝ», σελ. 218

17 Χρήστου Βραχνιάρη, στο ίδιο, σελ. 41.

18 «Κοινωνιολογικόν και Πολιτικόν Λεξικόν του «Ανεξάρτητου»», τόμος 2ος, Φεβρουάριος 1934, σελ. 279-280

19 στο ίδιο, σελ. 281

20 Χρήστου Βραχνιάρη, στο ίδιο, σελ. 42

21 Π. Νούτσος, στο ίδιο, σελ. 300

22 Δ. Μπούσδρας: «Η Απελευθέρωσις των Σκλάβων αγροτών», εν Αθήναις 1951, σελ. 1-2

23 Σοφοκλή Τριανταφυλλίδη: «Οι κολίγοι της Θεσσαλίας – Μελέτη περί Μορτής», εκδόσεις «Στοχαστής», σελ. 28-29 και 34

24 Αλέξανδρος Παπαναστασίου: «Μελέτες – Λόγοι – Αρθρα», έκδοση Μορφωτικό Ιδρυμα Α.Τ.Ε., τόμος Α’, σελ. 61

25 Κοινωνιολογικόν και Πολιτικόν Λεξικόν του «Ανεξάρτητου»», στο ίδιο σελ. 282

26 Ο Σλήμαν όπου βρισκόταν και στεκόταν τον έβριζε και τον συκοφαντούσε με αποτέλεσμα ο Αντύπας να τον χαστουκίσει στην Πλατεία Συντάγματος. Η ενέργεια αυτή στοίχισε στον Αντύπα την καταδίκη του στις 19/9/1906 σε 20ήμερη φυλάκιση. Βλέπε: «ΕΜΠΡΟΣ» 20-9-1906

27 Γ. Κορδάτου: «Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος» εκδόσεις «Μπουκουμάνη», σελ. 104

28 Γιάννη Καψάλη, στο ίδιο σελ. 274

29 «ΕΜΠΡΟΣ», 11-3-1907

30 Μαρίνος Αντύπας: «Τι είμαι», εφημερίδα «ΠΑΝΘΕΣΣΑΛΙΚΗ», 26- 27/2/1907 και «ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ», 24/3/1907. Βλέπε: Μαρίνος Αντύπας: «Προς τον λαόν και άλλα κείμενα», εκδόσεις «Κούριερ εκδοτική», σελ. 55

31 Μ. Δημητρίου, στο ίδιο, σελ. 281

32 Γ. Κορδάτου, στο ίδιο, σελ. 99

33 «Η Εξέγερση του Κιλελέρ», έκδοση της ΚΕ του ΑΚΕ, σελ. 10

34 Γιώργου Καρανικόλα: «Κιλελέρ», εκδόσεις «Θουκυδίδης», σελ. 192.

Πηγή: Ριζοσπάστης


λέξεις κλειδιά:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

κατηγορίες