του Γιάννη Χάρη

Και ξαφνικά, σαν με το πάτημα ενός κουμπιού, άλλαξε άρδην το τοπίο. Πάνε τα λουλούδια και τα ροζ σύννεφα, οι εθελοντές και αλληλέγγυοι στην πρώτη γραμμή…, αυτοί που ακούραστοι και με θυσίες οικονομικές χτίζουν την Ελλάδα της αλληλεγγύης, η οποία δείχνει τον δρόμο στην Ευρώπη, και πάει γραμμή για το τρίτο της Νόμπελ, της ειρήνης τη φορά αυτή…

Η ΜΗ­ΧΑ­ΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟ­ΝΟΥ μας γύ­ρι­σε κάτι μήνες πίσω, κα­νά­λια και πα­ρου­σια­στές βρή­καν τον παλιό και γνώ­ρι­μό μας εαυτό τους. Λύ­τρω­ση. Πολύ είχε κρα­τή­σει η κα­τα­πί­ε­ση, η αυ­το­συ­γκρά­τη­ση, η ανοχή. Τώρα οι αλ­λη­λέγ­γυοι, ντό­πιοι και ξένοι, έγι­ναν αυ­το­μά­τως και συλ­λή­βδην κάτι ύπο­πτο εξ ορι­σμού, σκο­τει­νό, κα­θο­δη­γού­με­νο.

Η αλ­λη­λεγ­γύη ξα­νά­γι­νε λέξη με αρ­νη­τι­κό πρό­ση­μο, στη χω­μα­τε­ρή της επο­χής, μαζί με άλλες ρυ­πα­ρές, ανάρ­μο­στες λέ­ξεις, όπως αν­θρω­πι­σμός κτλ. Κι εκεί που πρώτα οι άγ­γε­λοι αλ­λη­λέγ­γυοι βοη­θού­σαν όπου δεν έφτα­νε η πο­λι­τεία, τώρα υπο­κα­θι­στούν την πο­λι­τεία, τις αρχές, αλω­νί­ζουν ανε­ξέ­λεγ­κτοι –και τολ­μούν επι­πλέ­ον να μην απα­ντούν στις ανα­κρί­σεις των τη­λε­ρε­πόρ­τερ, με πρώ­τους του Αλφα, να μην τους λένε ούτε τ’ όνομά τους ή πού βρή­κα­νε τα χρή­μα­τά τους («Εί­πα­τε θα μεί­νε­τε δύο μήνες.

Πού τα βρή­κα­τε τα χρή­μα­τα;» ρώ­τη­σε μιαν Αμε­ρι­κα­νί­δα η δαι­μό­νια ρε­πόρ­τερ του Αλφα, πε­ρι­μέ­νο­ντας προ­φα­νώς «ομο­λο­γία» πως της τα έδω­σαν οι ξένες μυ­στι­κές υπη­ρε­σί­ες ή ο Σόρος…).

Ομως το θέμα ου­σια­στι­κά δεν ήταν οι αλ­λη­λέγ­γυοι. Οι αλ­λη­λέγ­γυοι ήταν το φίλ­τρο, το ανά­χω­μα, αυτό που έκρυ­βε και προ­στά­τευε τους πρό­σφυ­γες, αυτό που διά­βα­ζε φω­να­χτά τη δυ­στυ­χία τους, τόσο φω­να­χτά που δεν γι­νό­ταν να μην τους ακού­σουν οι άλλοι, εμείς, η κοι­νω­νία, τα μί­ντια, και έτσι να σω­πά­σουν. Κι όχι μόνο: να κα­τα­λά­βουν, να συ­μπα­θή­σουν, ν’ αρ­χί­σουν να πι­στεύ­ουν πως συ­μπά­σχουν ή και όντως να συ­μπά­σχουν.

Ωσπου άρ­χι­σαν να φω­νά­ζουν και τα δι­καιώ­μα­τα των προ­σφύ­γων, σ’ εμάς και στους ίδιους τους πρό­σφυ­γες, πριν ακόμα φτά­σου­με στην «επί­ση­μη» κα­τα­πά­τη­σή τους, με τη συμ­φω­νία Ε.Ε. και Τουρ­κί­ας κτλ. –για να μην πω με την ίδια τη διά­κρι­ση ανά­με­σα σε πρό­σφυ­γες και με­τα­νά­στες.

ΔΕΝ ΦΩ­ΝΑ­ΖΑΝ ΜΟΝΟ ΟΙ ΑΛ­ΛΗ­ΛΕΓ­ΓΥΟΙ, φώ­να­ζε και η Διε­θνής Αμνη­στία και άλλοι διε­θνείς ορ­γα­νι­σμοί, φώ­να­ζαν κι εδώ άλλες, έστω ασύ­ντα­κτες, αρι­στε­ρές φωνές. Το χει­ρό­τε­ρο: φώ­να­ζαν οι ίδιοι οι πρό­σφυ­γες. Πα­ρα­ή­ταν αυτό. Καλά θα­λασ­σο­δαρ­μέ­νοι και μες στις λά­σπες, ικέ­τες της φι­λαν­θρω­πί­ας μας, ευ­γνώ­μο­νες εξα­θλιω­μέ­νοι· μα να ση­κώ­σου­νε κε­φά­λι; Αντί να πε­ριο­ρί­ζο­νται στην ελε­η­μο­σύ­νη, να προ­βάλ­λουν αξιώ­σεις και δι-και-ώ-μα-τα;

Είχαν αρ­χί­σει οπωσ­δή­πο­τε και κρού­σμα­τα πα­ρα­βα­τι­κό­τη­τας, μη­δε­νι­κά ώς πρό­σφα­τα (κά­ποιος κα­πε­τά­νιος από τα πλοία που με­τέ­φε­ραν πρό­σφυ­γες δή­λω­νε πως ούτε καρ­φί­τσα δεν χά­θη­κε, ενώ όταν με­τέ­φε­ρε φορ­τη­γά με συ­μπα­τριώ­τες μας στην Ιτα­λία εξα­φα­νί­ζο­νταν πε­τσέ­τες και μπουρ­νού­ζια), ελά­χι­στα σε πο­σο­στό και τώρα, ελα­χι­στό­τα­τα με δε­δο­μέ­νες τις πρω­το­φα­νούς εξα­θλί­ω­σης και απελ­πι­στι­κά αδιέ­ξο­δες συν­θή­κες (να θυ­μη­θού­με τις πρω­τιές σε δεί­κτες εγκλη­μα­τι­κό­τη­τας των ομο­ε­θνών μας στην Αμε­ρι­κή, πρώ­τες δε­κα­ε­τί­ες του 20ού αιώνα;): η χαρά πια των κα­να­λιών, να τα ρε­πορ­τάζ με αγα­να­κτι­σμέ­νους κα­τοί­κους-θύ­μα­τα κλο­πών στην Ει­δο­μέ­νη και αλλού, ρε­πορ­τάζ για την κατά 300-600% αύ­ξη­ση σε πω­λή­σεις όπλων, χώρια οι υγειο­νο­μι­κές βόμ­βες, χώρια ο σχε­δια­σμέ­νος εξι­σλα­μι­σμός κτλ.

ΕΙΝΑΙ ΦΑ­ΝΕ­ΡΟ, ΚΑΙ ΑΝΑ­ΜΕ­ΝΟ­ΜΕ­ΝΟ: η αντο­χή και μαζί η ανοχή εξα­ντλού­νται. Πολύ κρά­τη­σε το φι­λάν­θρω­πο πνεύ­μα, τι θα τους κά­νου­με πια όλους αυ­τούς, που αρ­χί­σαν και φα­γώ­νο­νται ανα­με­τα­ξύ τους και βγά­ζουν και μα­χαί­ρια, ιδού λοι­πόν το εγκλη­μα­τι­κό έν­στι­κτο των κα­τώ­τε­ρων πο­λι­τι­σμών και θρη­σκειών, το πο­λε­μό­χα­ρο ντιε­νέι του Ισλάμ, καλά τα λέ­γα­νε η Σώτη και ο Τάκης, άσε ο Θέμος κι ο Φα­ή­λος, τώρα τι γί­νε­ται!

Ομως το θέαμα της δυ­στυ­χί­ας είναι ισχυ­ρό ακόμα, ας μην τον βγά­λου­με ακόμα απ’ το κου­τά­κι όπου τον κλεί­σα­με τόσον καιρό τον ρα­τσι­σμό, πρέ­πει να εξα­κο­λου­θή­σου­με να δεί­χνου­με ανε­κτι­κοί, είναι κι αυτό το Νό­μπελ βλέ­πεις… Κι εξάλ­λου, εντά­ξει, δεν είναι όλοι δα κακοί, κά­ποιοι πυ­ρή­νες μόνο, και κάτι άλλοι που τους υπο­κι­νούν, κά­ποιοι που πα­ρι­στά­νουν τους αλ­λη­λέγ­γυους.

Κι από το «πα­ρι­στά­νουν», «κά­ποιοι», φτά­νου­με σιγά σιγά στο όλοι, αδια­κρί­τως. Κι αρ­χί­ζει το κυ­νή­γι μα­γισ­σών, τα ρε­πορ­τάζ που λέ­γα­με, με πλή­θος Πουα­ρό και μου­σι­κή υπό­κρου­ση θρί­λερ. Γιατί οι αλ­λη­λέγ­γυοι είναι, βλέ­πεις, ο «επι­τρε­πό­με­νος» εχθρός: ο εχθρός, εννοώ, που επι­τρέ­πε­ται να έχου­με, όσο εμπο­δι­ζό­μα­στε ακόμα να εκ­δη­λώ­σου­με ελεύ­θε­ρα την ξε­νο­φο­βία και τον λαν­θά­νο­ντα έστω ρα­τσι­σμό μας.

Είναι η ένοχη συ­νεί­δη­σή μας!

ΟΜΩΣ, ΠΡΟ­ΣΟ­ΧΗ, το τέλος του ει­δυλ­λί­ου με τους αλ­λη­λέγ­γυους είναι το τέλος του ει­δυλ­λί­ου με τους πρό­σφυ­γες: η αγα­νά­κτη­ση με τους αλ­λη­λέγ­γυους, συ­νταγ­μέ­νη πίσω από αστό­χα­στες ή και όντως ύπο­πτες ενέρ­γειες αγνώ­στων, κρύ­βει, κα­μου­φλά­ρει την αγα­νά­κτη­ση για το όλο πρό­βλη­μα, τους πρό­σφυ­γες τους ίδιους.

Δεν είναι τυ­χαίο πως, με την αλ­λα­γή του το­πί­ου, το νόημα το ’πια­σαν πρώ­τοι, και πήραν το σύν­θη­μα, οι Χρυ­σαυ­γί­τες. Καλή αρχή.