Α. Η εγκαθίδρυση του καθεστώτος των εθνικοφρόνων
Μετεμφυλιακά, το καθεστώς που επιβλήθηκε στη χώρα αποτελούνταν από τρία αντα- γωνιστικά κέντρα εξουσίας· τα Ανάκτορα, το κοινοβούλιο και το στρατό, στους κόλ- πους του οποίου δρούσε και ένας σύνδεσμος αντικομμουνιστών αξιωματικών, γνω- στός ως «ΙΔΕΑ» (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών), που επεδίωκε να παίξει κα- θοριστικό ρόλο στη διατήρηση και λειτουργία του αυταρχικού μετεμφυλιακού πολι- τικού συστήματος.1 Συγκεκριμένα, ο «ΙΔΕΑ», ο οποίος είχε αποκτήσει αρκετή επιρ- ροή στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, πέρα από την προώθηση των συντεχνιακών συμφερόντων των μελών του, αποσκοπούσε και στη διατήρηση του υπάρχοντος καθεστώτος, την πλήρη ανεξαρτητοποίηση του στρατιω- τικού μηχανισμού από τους αστούς πολιτικούς, την ενεργότερη ανάμιξη του στρατού στην πολιτική, την οριστική συντριβή της Αριστεράς, καθώς και στην υπονόμευση οποιασδήποτε φιλελεύθερης και συμφιλιωτικής μεταρρύθμισης.2
Πέρα από τους εσωτερικούς παράγοντες, σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του ελληνικού μεταπολεμικού αστικού κράτους έπαιξαν και οι ΗΠΑ. Η διεθνής διά- σταση του Ψυχρού Πολέμου δεν ήταν δυνατό να αφήσει ανεπηρέαστη την Ελλάδα, διότι, λόγω της γεωπολιτικής της θέσης, αποτελούσε σημαντική βάση ανεφοδιασμού για τις επιχειρήσεις των Αμερικανών στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατο- λή. Επομένως, η αμερικανική διείσδυση στις εσωτερικές υποθέσεις του ελληνικού κράτους, η οποία είχε εγκαινιαστεί με το Δόγμα Truman (1947) και το Σχέδιο Mar- shall (1948), συνεχίστηκε και κατά τα επόμενα χρόνια.3 Ωστόσο, εκτός από τα γεω- πολιτικά συμφέροντα, η αμερικανική διείσδυση οφειλόταν κυρίως στη διαπλοκή των αμερικανικών επιδιώξεων με αυτές της ελληνικής αστικής τάξης. Η ελληνική αστική τάξη, προκειμένου να διατηρήσει τα προνόμια και την εξουσία της, τα οποία αμφι- σβητούνταν από ριζοσπαστικοποιημένα κοινωνικά στρώματα, αναζήτησε στηρίγματα σε κατασταλτικούς μηχανισμούς, συντηρητικούς θεσμούς και στην αμερικανική οι- κονομική και στρατιωτική βοήθεια. Έτσι λοιπόν, προέκυψε μία διαπλοκή συμφερόντων και επιδιώξεων μεταξύ της εγχώριας άρχουσας τάξης και του αμερικανικού παράγοντα.
Αρχικά, οι ΗΠΑ ευνόησαν πολιτικούς από το χώρο του Κέντρου – με ατρά- νταχτα βέβαια αντικομμουνιστικά και φιλοαμερικανικά διαπιστευτήρια – επειδή, για λόγους εσωτερικής και εξωτερικής κατανάλωσης, η πρόσδεση της Ελλάδας στο άρμα του ΝΑΤΟ έπρεπε να επικυρωθεί από μία – τυπικά τουλάχιστον – φιλελεύθερη ελλη- νική κυβέρνηση.4 Η αμερικανική πολιτική, όμως, άλλαξε ριζικά, ξεπερνώντας τις φι- λελεύθερες αναστολές της, όταν ο Ψυχρός Πόλεμος εισήλθε στη θερμότερη μέχρι τότε φάση του, δηλαδή μετά την έκρηξη του Πολέμου της Κορέας (1950-1953). Από τότε και στο εξής, στόχος του νέου αμερικανού πρεσβευτή στην Ελλάδα, John Peuri- foy ήταν η προώθηση, εγκατάσταση και διατήρηση ακροδεξιών και αδιάλλακτα αντι- κομμουνιστικών κυβερνήσεων, η επιβίωση των οποίων θα ήταν άμεσα εξαρτημένη από την εύνοια των ΗΠΑ.5
Ως εκ τούτου, μετά την προσχώρηση της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ (18 Φεβρουα- ρίου 1952) από την κεντρώα κυβέρνηση του Νικόλαου Πλαστήρα και ύστερα από τις υπονομευμένες και αποτυχημένες προσπάθειές του για λήθη και συμφιλίωση, η πα- ράταξη των Εθνικοφρόνων κατόρθωσε να εδραιωθεί στην εξουσία για τα επόμενα δέκα χρόνια. Ο στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος, ο αρχηγός του Ελληνικού Συνα- γερμού, δηλαδή της νικήτριας παράταξης των εκλογών της 16ης Νοεμβρίου του 1952, ως εκπρόσωπος των Ενόπλων Δυνάμεων, συνένωσε τους δύο πόλους εξουσίας (στρατό και αστικό κοινοβούλιο).6 Ακολούθως, επιβράβευσε την υποστήριξη των Αμερικανών προς το κόμμα του, υπογράφοντας με την Ουάσινγκτον (12 Οκτωβρίου 1953) μία συμφωνία για την εγκατάσταση αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα, πα- γιώνοντας με αυτόν τον τρόπο την εξάρτηση της χώρας από τις ΗΠΑ.7
Η παράταξη των Εθνικοφρόνων, λόγω της απουσίας ουσιαστικού λαϊκού ε- ρείσματος, προκειμένου να διατηρηθεί στην εξουσία και να καταπνίξει οποιαδήποτε αντιδραστική φωνή, χρησιμοποίησε έναν ευρύ κατασταλτικό μηχανισμό. Αυτός απο- τελούνταν από το Παλάτι, το στρατό, την Αστυνομία, τη Χωροφυλακή, την Εθνοφυλακή, τα Τάγματα Εθνικής Ασφάλειας (ΤΕΑ), την Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΚΥΠ) καθώς και τη Γενική Διεύθυνση Τύπου και Πληροφοριών του υπουργείου Προεδρίας (δηλαδή του κεντρικού προπαγανδιστικού φορέα του καθεστώτος). Βασι- κή επιδίωξη όλου αυτού του κατασταλτικού μηχανισμού αποτελούσε η αστυνόμευση του ιδιωτικού και του δημόσιου βίου και η καλλιέργεια αντικομμουνιστικής προπα- γάνδας.8 Εκτός από τον τεράστιο αντικομμουνιστικό κατασταλτικό μηχανισμό, η πα- ράταξη των Εθνικοφρόνων διατήρησε και τα Ψηφίσματα του Εμφύλιου Πολέμου, δηλαδή μία νομοθεσία έκτακτης ανάγκης, γνωστή ως «παρασύνταγμα», τα οποία α- ναιρούσαν τα σχετικά με τις ατομικές ελευθερίες άρθρα του Συντάγματος του 1952.9 Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το παρασύνταγμα, το ΚΚΕ παρέμεινε εκτός νόμου, δια- τηρήθηκε η λειτουργία των στρατοπέδων συγκέντρωσης, ο θεσμός των «πιστοποιητι- κών κοινωνικών φρονημάτων»10 και το δικαίωμα αφαίρεσης της ελληνικής ιθαγένει- ας, ενώ, ταυτόχρονα, συνεχίστηκε και η εκκαθάριση της δημόσιας διοίκησης από τους αντιφρονούντες.11
Β. Η περίοδος διακυβέρνησης της χώρας από την ΕΡΕ
Μετά το θάνατο του στρατάρχη Παπάγου (4 Οκτωβρίου 1955), ο βασιλιάς Παύλος προέβη στην ανατροπή της ισορροπίας ισχύος μεταξύ των τριών κέντρων εξουσίας, καθιστώντας το θεσμό της μοναρχίας κυρίαρχο του πολιτικού συστήματος και το κοι- νοβούλιο απόλυτα εξαρτημένο από το Παλάτι και το στρατό. Σύμφωνα με τη νέα ι- σορροπία δυνάμεων, ο στρατός δεν εκφραζόταν πλέον μέσω της κυβέρνησης, αλλά των Ανακτόρων.12 Η αλλαγή αυτή εγκαινιάστηκε με τον παραγκωνισμό του νόμιμου κομματικού διαδόχου του Παπάγου, Στέφανου Στεφανόπουλου και την πρωθυπουρ- γοποίηση – χωρίς την έγκριση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Ελληνικού Συνα- γερμού και με πρωτοβουλία του Παύλου και των ΗΠΑ – του ευνοούμενού τους υ- πουργού Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων, Κωνσταντίνου Καραμανλή.13
Ο Καραμανλής, προκειμένου να εδραιώσει την εξουσία του, έκρινε σκόπιμη την ανανέωση της εθνικόφρονος παράταξης. Γι’ αυτό, αφού διέλυσε τον Ελληνικό Συναγερμό, προχώρησε το 1956 στην ίδρυση ενός νέου κόμματος, της ΕΡΕ (Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση), το οποίο διατηρήθηκε στην εξουσία έως το 1963. Εντούτοις, η ανανέωση ήταν μάλλον επιφανειακή, διότι το νέο κόμμα στηριζόταν στους ίδιους πα- ράγοντες – εσωτερικούς και εξωτερικούς – που είχαν προωθήσει το κόμμα του Πα- πάγου. Όσον αφορά στην εξωτερική της πολιτική, η ΕΡΕ παρέμεινε πιστή στη συμ- μαχία του ΝΑΤΟ και στις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα την επιβάρυνση του κρατικού προϋ- πολογισμού με υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες.14 Μάλιστα, στις 27 Απριλίου 1957, ο Καραμανλής αποφάσισε την προσχώρηση της Ελλάδας στο «Δόγμα Αϊζενχάουερ», δηλαδή την παροχή αμερικανικής οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας στα φιλο- αμερικανικά κράτη της Μέσης Ανατολής.15 Από την άλλη πλευρά, σχετικά με το μεί- ζον εθνικό ζήτημα της περιόδου, το Κυπριακό, φοβούμενος πιθανή διχοτόμηση και αδυνατώντας να αντιταχθεί στις πιέσεις των Αμερικανών, προσανατολιζόταν προς μία συμβιβαστική επίλυση του προβλήματος. Αυτό, όμως, είχε ως συνέπεια η πολιτι- κή του να χαρακτηρίζεται από αντιφάσεις, διότι επίσημα τασσόταν υπέρ της ένωσης, ώστε να ικανοποιήσει το λαϊκό αίσθημα, ενώ παρασκηνιακά εργαζόταν προς τη λύση της ανεξαρτησίας.16
Με το πέρασμα του χρόνου, οι πληγές του Εμφύλιου Πολέμου άρχισαν να ε- πουλώνονται, με αποτέλεσμα κατά τη δεκαετία του 1960 να εκδηλωθεί ένα ισχυρό αίτημα για μετασχηματισμό του κράτους των εθνικοφρόνων, εκδημοκρατισμό του καθεστώτος, κοινωνική δικαιοσύνη και ανακατανομή του εθνικού εισοδήματος.17 Ορόσημο για την εξέλιξη αυτή αποτέλεσε το εκλογικό πραξικόπημα της 29ης Οκτω- βρίου του 1961. Οι διάσπαρτοι μέχρι τότε κεντρώοι σχηματισμοί κατόρθωσαν να συ- νενωθούν και να σχηματίσουν (19 Σεπτεμβρίου 1961) ένα ενιαίο κόμμα, την Ένωση Κέντρου, υπό την ηγεσία του Γεώργιου Παπανδρέου.18 Η Ένωση Κέντρου, στηριγμέ- νη σε παραδοσιακές φιλελεύθερες αρχές, με σημαία τον αγώνα εναντίον του μονο- κομματισμού και της δεξιάς αστυνομοκρατίας, αλλά και την αποδυνάμωση της Αρι- στεράς – όχι με κατασταλτικά, αλλά με οικονομικά και πολιτικά μέτρα – προσεταιρί- σθηκε ένα ευρύ λαϊκό κίνημα, προερχόμενο από τα φτωχότερα στρώματα, το οποίο διεκδικούσε οικονομική και κοινωνική δικαιοσύνη.19 Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, οι ένοπλες δυνάμεις (αστυνομία, στρατός, χωροφυλακή, ΤΕΑ και ακροδεξιές οργανώσεις), επιδόθηκαν σε έναν αγώνα βίας και τρομοκρατίας εναντίον υποψήφιων ψηφοφόρων και βουλευτών της ΕΔΑ (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά)20 και της Ένωσης Κέντρου.21 Ενώ, τη μέρα των εκλογών, παρακρατικές και παραστρα- τιωτικές οργανώσεις ανέλαβαν την εφαρμογή του συνωμοτικού σχεδίου «Περικλής» (σχέδιο εξουδετέρωσης των κομμουνιστών σε περίπτωση πολέμου), ώστε να εξασφα- λιστεί η αυτοδυναμία του Καραμανλή.22
Ο Παπανδρέου χαρακτήρισε το εκλογικό αποτέλεσμα «προϊόν βίας και νοθεί- ας» και απαίτησε τη διενέργεια νέων εκλογών. Tα επόμενα δύο χρόνια αφιερώθηκε σε μία αντιπολιτευτική στρατηγική, την οποία αποκαλούσε «ανένδοτο αγώνα», περι- οδεύοντας σε ολόκληρη τη χώρα και καταγγέλλοντας όλους τους κατεστημένους θε- σμούς. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την όξυνση του πολιτικού διχασμού μεταξύ Δεξιάς και Αντι-δεξιάς (ο οποίος αντικατέστησε την προγενέστερη διαίρεση μεταξύ εθνικο- φρόνων και μη εθνικοφρόνων).23 Τελικά, οι προσπάθειές του στέφθηκαν από επιτυχία καθώς, ύστερα από τις εκλογικές αναμετρήσεις της 3ης Νοεμβρίου του 1963 και της 16ης Φεβρουαρίου του 1964, κατόρθωσε να εξασφαλίσει την πλειοψηφία στη Βουλή και να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση.24 Η νίκη του Παπανδρέου υπήρξε καθο- ριστική για τις κατοπινές εξελίξεις, διότι η νέα κυβέρνηση, έχοντας εκλεγεί χωρίς την υποστήριξη των Ανακτόρων, του στρατού και του κατασταλτικού μηχανισμού, εξα- σθένισε το υπάρχον πλέγμα εξουσίας, ενισχύοντας το ρόλο του Κοινοβουλίου.25
Γ. Το σύντομο διάλειμμα διακυβέρνησης της Ένωσης Κέντρου
Γενικά, οι μεταρρυθμίσεις της Ένωσης Κέντρου απέβλεπαν στον εκδημοκρατισμό και τη φιλελευθεροποίηση του μετεμφυλιακού καθεστώτος. Ειδικότερα, η νέα κυβέρ- νηση, αμέσως μετά την εκλογή της, προχώρησε στη διάλυση ορισμένων ακροδεξιών οργανώσεων, τον περιορισμό της εφαρμογής του μέτρου των πιστοποιητικών κοινω- νικών φρονημάτων και της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας, την απελευθέρωση μεγάλου αριθμού πολιτικών κρατουμένων, τον τερματισμό της τρομοκρατίας της υπαί- θρου και την αποδέσμευση του συνδικαλισμού από την κηδεμονία της Δεξιάς. Στον οικονομικό τομέα, προέβη σε ανακατανομή του εθνικού εισοδήματος προς όφελος των ασθενέστερων οικονομικά τάξεων, ώστε να αυξηθεί η καταναλωτική τους δύνα- μη και να ενισχυθεί η εγχώρια βιομηχανία, ενώ, ταυτόχρονα, αύξησε και τις δαπάνες στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας.26 Ωστόσο, μεγαλύτερη δημοτικότητα γνώρισε η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Παπανδρέου, βασικότερα χαρακτηριστικά της ο- ποίας ήταν η καθιέρωση της δωρεάν δημόσιας παιδείας, του δωρεάν συσσιτίου και μεταφοράς των μαθητών, η αύξηση των υποτροφιών, η επέκταση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης από τα έξι στα εννιά χρόνια, η θέσπιση της ισοτιμίας της δημοτικής γλώσσας με την καθαρεύουσα, η αναβάθμιση του προγράμματος σπουδών των σχο- λείων, με έμφαση στις θετικές επιστήμες, η αποδέσμευση της φιλοσοφίας της παιδεί- ας από την ιδεολογία της εθνικοφροσύνης κ.ά. Οι επιδιωκόμενες μεταρρυθμίσεις, βέ- βαια, προσέκρουαν στις επιδιώξεις του αμερικανικού παράγοντα και της εξαρτημένης από αυτόν ελληνικής αστικής τάξης, οι οποίοι ήταν άκρως αντίθετοι προς τον έστω και περιορισμένο εκδημοκρατισμό του καθεστώτος.27
Όσον αφορά στην εξωτερική της πολιτική, η Ένωση Κέντρου υιοθέτησε το φιλονατοϊκό προσανατολισμό των προκατόχων της, αλλά διεκδίκησε μία πιο ισότιμη σχέση με την ατλαντική σύμμαχό της και εκδήλωσε τάσεις ανεξαρτητοποίησης, κυ- ρίως στο κυπριακό ζήτημα, προκαλώντας την αμερικανική καχυποψία και ενίοτε α- γανάκτηση.28 Συγκεκριμένα, ο Παπανδρέου αρνήθηκε να μεσολαβήσει ώστε να περι- οριστεί ο έντονος αντιαμερικανισμός του κεντρώου Τύπου, περιέκοψε τις στρατιωτι- κές δαπάνες, αγνοώντας τις αντιρρήσεις του ΝΑΤΟ, απαγόρευσε στον ελληνικό στρατό να λάβει μέρος σε νατοϊκά γυμνάσια, απέρριψε την αμερικανική πρόταση πε- ρί διχοτόμησης της Κύπρου, επιμένοντας κατηγορηματικά στην ένωση, αρνήθηκε να παρεμποδίσει τον Μακάριο να προμηθευτεί όπλα από τη Σοβιετική Ένωση, ενώ, ταυ- τόχρονα, δεν απέκλεισε και το ενδεχόμενο μελλοντικής προσέγγισης με τη Μόσχα.29 Μεγαλύτερη ανησυχία στους Αμερικανούς, όμως, προκαλούσε η ενίσχυση της επιρ- ροής της αριστερής πτέρυγας της Ένωσης Κέντρου, υπό την ηγεσία του γιου του πρωθυπουργού και αναπληρωτή υπουργού Συντονισμού, Ανδρέα Παπανδρέου. Οι ΗΠΑ έδειχναν ιδιαίτερη αντιπάθεια απέναντι στο γιο του πρωθυπουργού, διότι είχε επιχειρήσει να θέσει υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης την ΚΥΠ (Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών), περιορίζοντας την επιρροή που ασκούσε σε αυτήν η CIA. Επίσης, είχε προβεί στην απαγόρευση της μετάδοσης της αμερικανικής ραδιοφωνικής εκπομπής «Φωνή της Αμερικής», από την οποία προπαγανδίζονταν νατοϊκές απόψεις σχε- τικά με το Κυπριακό. Επομένως, η Ουάσιγκτον, νιώθοντας να απειλούνται τα συμφέ- ροντά της, άρχισε να προωθεί την ανατροπή της Ένωσης Κέντρου και την άνοδο στην εξουσία μίας πιο φιλοαμερικανικής και πειθήνιας κυβέρνησης.30
Δ. Τα Ιουλιανά του 1965
Η αφορμή για μία τέτοια εξέλιξη δεν άργησε να παρουσιαστεί. Παρά τις προσπάθειές του για ενίσχυση της θέσης του κοινοβουλίου στο τριαδικό πλέγμα εξουσίας, ο Γ. Παπανδρέου δεν κατόρθωσε (ή δεν θέλησε) να περιορίσει δραστικά τη δύναμη της μοναρχίας, του τεράστιου αντικομμουνιστικού κατασταλτικού μηχανισμού και των ακροδεξιών οργανώσεων, τα οποία ήταν αντίθετα προς οποιαδήποτε μεταρρυθμιστι- κή προσπάθεια ανατροπής του αντικομμουνιστικού μετεμφυλιακού καθεστώτος. Οι δυνάμεις αυτές, αντιλαμβανόμενες την απειλή του παραγκωνισμού, αποσκοπούσαν στην εκδήλωση μίας πολιτικής κρίσης που θα αποσταθεροποιούσε την Ένωση Κέ- ντρου και θα τερμάτιζε την τόσο επιβλαβή για τα συμφέροντά τους πορεία της χώρας προς τον εκδημοκρατισμό.31 Έτσι λοιπόν, ύστερα από μία απόπειρα του πρωθυπουρ- γού να τεθούν οι ένοπλες δυνάμεις υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης, η οποία όμως υ- πονομεύτηκε από την αποκάλυψη της υπόθεσης «Α.Σ.Π.Ι.Δ.Α.»32 και της φημολο- γούμενης ανάμιξης του Α. Παπανδρέου σ’ αυτήν, εκδηλώθηκε οξεία πολιτική κρίση, τα λεγόμενα «Ιουλιανά», με πρωταγωνιστές τον Γ. Παπανδρέου και τον Κωνσταντί- νο, η οποία έληξε οριστικά με την επιβολή της χούντας.
Συγκεκριμένα, ο Γ. Παπανδρέου, προκειμένου να αποκτήσει επιρροή στο στράτευμα και να ελέγξει καλύτερα την πορεία των ανακρίσεων για την υπόθεση «Α.Σ.Π.Ι.Δ.Α.», ζήτησε από τον Κωνσταντίνο την απομάκρυνση του υπουργού Εθνι- κής Άμυνας Πέτρου Γαρουφαλιά και απαίτησε την ανάληψη του Υπουργείου από τον ίδιο. Όταν ο Κωνσταντίνος απέρριψε την πρότασή του, προβάλλοντας ως πρόφαση ότι μία τέτοια ενέργεια θα ερμηνευόταν ως απόπειρα συγκάλυψης της φημολογούμε- νης ανάμιξης του Α. Παπανδρέου στη συνομωσία του «Α.Σ.Π.Ι.Δ.Α.», ο πρωθυπουρ- γός, στις 15 Ιουλίου του 1965, απείλησε με παραίτηση. Ο Κωνσταντίνος, ωστόσο, αντί να αναθέσει το σχηματισμό νέας κυβέρνησης στον αρχηγό του κόμματος που διέθετε την πλειοψηφία στη Βουλή ή να διατάξει τη διάλυσή της, όπως όριζε το σύ- νταγμα, έλαβε την απειλή του Γ. Παπανδρέου ως δεδομένη και διόρισε κυβέρνηση της αρεσκείας του.33
Ε. Οι κυβερνήσεις των αποστατών
Οι επόμενες κυβερνήσεις, από τα «Ιουλιανά» έως τον Απρίλιο του 1967, έμειναν γνωστές ως «κυβερνήσεις των αποστατών», διότι συγκροτήθηκαν με τη μέθοδο της αποστασίας βουλευτών της Ένωσης Κέντρου – κατόπιν δωροδοκίας με δολάρια της CIA ή υπουργικούς θώκους – και συνεργασίας με την ΕΡΕ.34 Κατά τη διάρκεια δια- κυβέρνησης της χώρας από τους αποστάτες, κατέρρευσε το οικοδόμημα των έστω και περιορισμένων φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων του Γ. Παπανδρέου καθώς, υπό την καθοδήγηση του Στέμματος και των ΗΠΑ, φανατικοί βασιλόφρονες αξιωματικοί και πρωτεργάτες της κατοπινής απριλιανής δικτατορίας προωθήθηκαν σε θέσεις κλειδιά μέσα στο στράτευμα, επαναλειτούργησε ο θεσμός των πιστοποιητικών νομιμοφροσύ- νης και των εκτοπίσεων και αυξήθηκαν οι επιθέσεις εναντίον αριστεροφρόνων.35 Τέ- λος, όσον αφορά στο Κυπριακό, υιοθετήθηκε μία πιο συμβιβαστική πολιτική.36
Στο μεταξύ, μετά τη βασιλική συνταγματική εκτροπή, η Ελλάδα είχε εισέλθει σε φάση έντονης πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής. Ο αρχηγός της Ένωσης Κέ- ντρου εξαπέλυσε δεύτερο «ανένδοτο αγώνα» εναντίον της παραβίασης του συντάγ- ματος, ο οποίος ενισχύθηκε από την ΕΔΑ και από ένα αυθόρμητο μαζικό λαϊκό κίνη- μα.37 Επί δύο μήνες, το κέντρο της Αθήνας κατακλυζόταν από συγκεντρώσεις και πο- ρείες, στις οποίες καταγγελλόταν το παλατιανό πραξικόπημα και απαιτούνταν η επι- στροφή στη συνταγματική νομιμότητα, ενώ ακούγονταν και αντινατοϊκά- αντιαμερικανικά συνθήματα.38
Εντούτοις, η κατάσταση φάνηκε να οδεύει προς ύφεση, όταν το Δεκέμβριο του 1966, με μεσολάβηση των ΗΠΑ και του Κωνσταντίνου, υπογράφθηκε μυστική συμφωνία μεταξύ του Γ. Παπανδρέου και του αρχηγού της ΕΡΕ Παναγιώτη Κανελ- λόπουλου – το γνωστό «μνημόνιο» – η οποία προέβλεπε το διορισμό βασιλικής υπη- ρεσιακής κυβέρνησης υπό τον Ιωάννη Παρασκευόπουλο. Αυτή θα αναλάμβανε τη διενέργεια εκλογών με το σύστημα της απλής αναλογικής. Επίσης, προβλεπόταν η μετεκλογική σύμπραξη Γ. Παπανδρέου και Κανελλόπουλου για το σχηματισμό κεντροδεξιάς κυβέρνησης, ώστε να υπονομευτεί η αριστερή πτέρυγα της Ένωσης Κέ- ντρου και να αποφευχθεί πιθανή συνεργασία με την ΕΔΑ. Τέλος, ο Γ. Παπανδρέου δεσμευόταν να εξοβελίσει από τη ρητορική του κόμματός του την αντιμοναρχική προπαγάνδα. Αποτέλεσμα του «μνημονίου» υπήρξε η προκήρυξη εκλογών από τον Κωνσταντίνο για τις 28 Μαΐου του 1967.39
Παρ’ όλα αυτά, το μυστικό «μνημόνιο» αποδείχθηκε νεκρό γράμμα. Από τη μία πλευρά, η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου, ούσα προϊόν ενός συμβιβασμού αντι- κρουόμενων συμφερόντων, ήταν δύσκολο να εκπληρώσει την αποστολή της, ενώ από την άλλη, ελληνικοί και ξένοι παράγοντες ωθούσαν τα πράγματα προς μία διαφορετι- κή κατεύθυνση. Η νίκη της Ένωσης Κέντρου στις επικείμενες εκλογές φαινόταν κάτι παραπάνω από βέβαιη. Αλλά το Παλάτι, ο στρατός, η ελληνική αστική τάξη και οι ΗΠΑ – η κάθε πλευρά για τους δικούς της λόγους – επεδίωκαν να αποτρέψουν με κάθε θυσία μία τέτοια εξέλιξη. Ο Κωνσταντίνος (για την ακρίβεια η μητέρα του Φρειδερίκη), διαισθανόταν ότι οι εκλογές θα είχαν δημοψηφισματικό-καθεστωτικό χαρακτήρα και ότι το αποτέλεσμά τους θα σηματοδοτούσε την κατάργηση του θε- σμού της μοναρχίας.40 Για τις ένοπλες δυνάμεις, επανεκλογή της Ένωσης Κέντρου σήμαινε πιθανό εκδημοκρατισμό του στρατεύματος και περιορισμό ή τερματισμό του ρόλου του ως εγγυητή του καθεστώτος.41 Για την ελληνική αστική τάξη, επανεκλογή του Γ. Παπανδρέου σήμαινε ενίσχυση της συμμετοχής των ριζοσπαστικοποιημένων κοινωνικών στρωμάτων στην πολιτική ζωή του τόπου και, κατ’ επέκταση, αποδυνά- μωση της δικής της επιρροής. Τέλος, για τους Αμερικανούς, νίκη του λιγότερου πει- θήνιου Γ. Παπανδρέου και του κεντροαριστερού γιου του σήμαινε πιθανή υπονόμευ- ση των συμφερόντων τους στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής.42
Η μυστική συμμαχία μεταξύ ΕΡΕ και Ένωσης Κέντρου διαλύθηκε τελικά, ό- ταν επήλθε ρήξη μεταξύ των δύο αρχηγών, λόγω της επίμονης άρνησης του Κανελ- λόπουλου να ψηφίσει εκλογικό νομοσχέδιο, το οποίο προέβλεπε επέκταση της βου- λευτικής ασυλίας, ώστε να μη συλληφθεί ο Α. Παπανδρέου για την υπόθεση «Α.Σ.Π.Ι.Δ.Α.», σε περίπτωση διάλυσης της Βουλής. Ο Γ. Παπανδρέου, εξοργισμέ- νος, απέσυρε την υποστήριξή του προς την υπηρεσιακή κυβέρνηση και στις 30 Μαρ- τίου του 1967 ο Παρασκευόπουλος υπέβαλε παραίτηση. Έτσι λοιπόν, ο βασιλιάς έ- δωσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Κανελλόπουλο, ο οποίος, όμως, μη δυνάμενος να εξασφαλίσει ψήφο εμπιστοσύνης, ανακοίνωσε στις 15 Απριλίου του 1967 τη διάλυση της Βουλής.43
ΣΤ. Το πραξικόπημα
Στο μεταξύ, η παρατεταμένη πολιτική κρίση είχε προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερη έ- ξαψη της κοινής γνώμης. Καθημερινά διοργανώνονταν πορείες, οι οποίες καταστέλ- λονταν βίαια από την αστυνομία, σημειώνονταν συγκρούσεις στα Πανεπιστήμια και στους δρόμους, ενώ στρατός και ΤΕΑ, υπό το πρόσχημα της κομμουνιστικής απειλής, διενεργούσαν σε ολόκληρη τη χώρα τρομοκρατική εκστρατεία εναντίον πιθανών ψη- φοφόρων της ΕΔΑ και της Ένωσης Κέντρου.44 Παράλληλα, αιωρούνταν μία ζωηρή φημολογία περί επικείμενου πραξικοπήματος.
Στην πραγματικότητα, βρίσκονταν στα σκαριά δύο πραξικοπήματα
από δύο ανταγωνιστικές μεταξύ τους κλίκες. Το πρώτο είχε σχεδιαστεί από τη λεγό-
μενη «Μεγάλη Χούντα», δηλαδή από τον Κωνσταντίνο και τους πιστούς σ’ αυτόν
στρατηγούς. Ως ημερομηνία είχε οριστεί αρχικά η 16η Απριλίου, επειδή τότε θα λάμ-
βανε χώρα μία πορεία ειρήνης στο Μαραθώνα. Προβοκάτορες θα παρεισέφρεαν στο
πλήθος και θα προκαλούσαν αιματοκύλισμα, οπότε ο Κωνσταντίνος, προφασιζόμενος
την υποτιθέμενη διασάλευση της δημόσιας τάξης, θα κήρυττε στρατιωτικό νόμο και
θα προέβαινε σε προσωρινή αναστολή ορισμένων άρθρων του συντάγματος. Τα σχέ-
δια όμως του Κωνσταντίνου ματαιώθηκαν, διότι ο Κανελλόπουλος αντιλήφθηκε τη
συνομωσία, ήρθε σε συνεννόηση με την ΕΔΑ και έπεισε την ηγεσία της να αναβάλει
τη διαδήλωση.45 Ως δεύτερη ημερομηνία ορίστηκε η 22α Απριλίου, μέρα κατά την
οποία θα πραγματοποιούνταν στη Θεσσαλονίκη μεγάλη προεκλογική συγκέντρωση
του Γ. Παπανδρέου, οπότε ο Κωνσταντίνος, με το ίδιο πρόσχημα, θα έθετε σε εφαρ-
μογή το σχέδιό του.46 Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι, κατά τη διάρκεια των
κυβερνήσεων των αποστατών, όπως προκύπτει από την αλληλογραφία (Αρχείο Κων-
σταντίνου Καραμανλή, τόμος 6ος) μεταξύ του αυτοεξόριστου στο Παρίσι Καραμαν-
λή και του αγαπημένου του συνεργάτη Κωνσταντίνου Τσάτσου, ο κατοπινός «Εθνάρ-
χης», επεξεργαζόταν κι αυτός σχέδιο πραξικοπηματικής ανακατάληψης της εξουσί- ας.47
Εντούτοις, όπως αποδείχθηκε, ο Κωνσταντίνος και η Φρειδερίκη δεν είχαν εκτιμήσει σωστά τις προθέσεις της αντίπαλης κλίκας, δηλαδή της «Μικρής Χού- ντας», ηγέτες της οποίας ήταν ο συνταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος, μέλος του ΙΔΕΑ, βασικό στέλεχος της ΚΥΠ και με διασυνδέσεις στη CIA, ο συνταγματάρ- χης Νικόλαος Μακαρέζος, επίσης στέλεχος της ΚΥΠ και ο ταξίαρχος Στυλιανός Παττακός. Τους τρεις βασικούς συνωμότες πλαισίωναν ορισμένοι συνταγματάρχες και αντισυνταγματάρχες, διάφοροι ακροδεξιοί χαμηλόβαθμοι στρατιωτικοί, κινούμε- νοι ως επί το πλείστον από συντεχνιακά συμφέροντα και ο διοικητής του Γ ́ Σώματος Στρατού Γεώργιος Ζωιτάκης. Στόχος της χούντας των συνταγματαρχών ήταν να προ- λάβουν το πραξικόπημα της χούντας των στρατηγών. Επομένως, οι συνταγματάρχες, μόλις ειδοποιήθηκαν από τον Ζωιτάκη για τις προθέσεις του Κωνσταντίνου, συσκέφ- θηκαν και αποφάσισαν να εκτελέσουν το πραξικόπημά τους κατά τις πρώτες πρωινές ώρες της 21ης Απριλίου.48
Έτσι λοιπόν, την 21η Απριλίου του 1967, η «Μικρή Χούντα», με βάση το να- τοϊκό σχέδιο «Προμηθεύς»49 και με ένα πλαστό βασιλικό διάταγμα (ώστε να φανεί ότι το πραξικόπημα είχε τη βασιλική έγκριση), κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση πολι- ορκίας και ανέστειλε τα βασικότερα άρθρα του συντάγματος, επικαλούμενη υποτιθέ- μενη κομμουνιστική απειλή.50 Το σύνταγμα καταλύθηκε πλέον και τυπικά, μέλη του στρατού ξηράς και της ΕΣΑ (Ελληνική Στρατιωτική Αστυνομία) κατέλαβαν νευραλγικές θέσεις, όπως υπουργεία, τηλεπικοινωνίες, λιμάνια και αεροδρόμια και συνε- λήφθησαν όχι μόνο αριστεροί, αλλά και οι περισσότεροι πολιτικοί των αστικών κομ- μάτων, καθώς και ανώτατοι αξιωματικοί.51
Ο Κωνσταντίνος, κατόπιν παρότρυνσης της αμερικανικής πρεσβείας, δεν προέβαλε καμία αντίσταση και συνθηκολόγησε με τους πραξικοπηματίες.52 Ο μονα- δικός όρος που έθεσε ήταν να μην αναλάβει την πρωθυπουργία στρατιωτικός, ώστε να μην πληγεί η εικόνα της χώρας στο εξωτερικό, ενώ οι κινηματίες από την πλευρά τους απαίτησαν τον αποκλεισμό από τον πρωθυπουργικό θώκο των βασιλόφρονων πολιτικών. Κατόπιν αυτής της συνθηκολόγησης, ορκίστηκε την ίδια μέρα «επαναστα- τική κυβέρνηση», με πρωθυπουργό τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνο Κόλλια. Ο Παπαδόπουλος ανέλαβε το υπουργείο Προεδρίας, ο Παττακός το υπουρ- γείο Εσωτερικών και ο Μακαρέζος το υπουργείο Συντονισμού, ενώ το ρόλο του αντι- προέδρου της κυβέρνησης και του υπουργού Εθνικής Άμυνας ανέλαβε ο βασιλόφρων αντιστράτηγος Γρηγόριος Σπαντιδάκης. Αργότερα, η χουντική κυβέρνηση συμπλη- ρώθηκε με συνταξιούχους δικαστικούς, χωρίς πολιτική δύναμη. Ουσιαστικά, ολό- κληρος ο κρατικός μηχανισμός περιήλθε στα χέρια των συνωμοτών, οι οποίοι, κατα- λαμβάνοντας τις θέσεις των γενικών γραμματέων των υπουργείων, ανέλαβαν τη δια- κυβέρνηση της χώρας για την επόμενη επταετία. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι ο συμβιβασμός του Κωνσταντίνου νομιμοποίησε τη χούντα και καλλιέργησε μία εντύ- πωση προσωρινότητας της εκτροπής, γεγονός που συνετέλεσε στην αποφυγή εσωτε- ρικών και εξωτερικών αντιδράσεων. Ωστόσο, οι σχέσεις του Κωνσταντίνου με το δι- κτατορικό καθεστώς διέπονταν από καχυποψία και έντονο ανταγωνισμό.53
Ζ. Το χουντικό καθεστώς
Μόλις οι επίορκοι συνταγματάρχες εδραίωσαν την εξουσία τους, προέβησαν σε αυ- θαίρετες συλλήψεις πολιτών δημοκρατικών φρονημάτων, παράνομες κρατήσεις, α- πάνθρωπα και εξευτελιστικά βασανιστήρια και απαγόρευσαν τις συγκεντρώσεις άνω των πέντε ατόμων σε ανοιχτό χώρο καθώς και τις συγκεντρώσεις σε κλειστό χώρο, εκτός αν οι διοργανωτές διέθεταν άδεια από την αστυνομία. Μάλιστα, αν κάποια συ- νάθροιση ξέφευγε του δεδηλωμένου στις αρχές σκοπού της, οι δυνάμεις καταστολής είχαν το δικαίωμα να καταφύγουν ακόμη και στη χρήση όπλων.54 Επιπλέον, οι πραξι- κοπηματίες προέβησαν σε αναστολή της λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων, των συνδικαλιστικών και επαγγελματικών οργανώσεων και διαφόρων συλλόγων, σε εκ- καθαρίσεις της δημόσιας διοίκησης, των Πανεπιστημίων, των ενόπλων δυνάμεων, των σωμάτων ασφαλείας και του δικαστικού σώματος από τους αντιφρονούντες. Επί- σης, υποχρέωναν τους δημόσιους υπαλλήλους να υπογράφουν δηλώσεις νομιμοφρο- σύνης, τους αφαίρεσαν το δικαίωμα της απεργίας και προχώρησαν σε αυστηρότερη εφαρμογή του θεσμού των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων και του «φακε- λώματος». Υπεύθυνες για την εκτέλεση όλων αυτών των κατασταλτικών μέτρων ή- ταν κυρίως η Ασφάλεια, η ΕΣΑ και η ΚΥΠ, οι οποίες ήταν στελεχωμένες από άνδρες των ενόπλων δυνάμεων.55
Μεταξύ των πρώτων κατασταλτικών μέτρων των συνταγματαρχών συγκατα- λέγονταν κι αυτά που σχετίζονταν με τη φίμωση της πνευματικής ζωής του τόπου. Μέσω του ελέγχου τους από τη στρατιωτική Υπηρεσία Τύπου, ο Τύπος, η φιλολογία, η μουσική, ο κινηματογράφος, η τηλεόραση, το ραδιόφωνο και το θέατρο τέθηκαν σε καθεστώς προληπτικής λογοκρισίας. Ειδικότερα, όλες οι εφημερίδες υποχρεώθηκαν να δημοσιεύουν μόνο φιλοκυβερνητικά και προπαγανδιστικά άρθρα, χωρίς το παρα- μικρό ίχνος αρνητικής κριτικής προς το καθεστώς. Βέβαια, κάποιες εφημερίδες, μέσω της δημοσίευσης εξωτερικών ειδήσεων και ξένων άρθρων, κατόρθωσαν να διατηρή- σουν τον αρχικό πολιτικό προσανατολισμό τους.56 Όσον αφορά στους υπόλοιπους τομείς, σπουδαίοι συγγραφείς και ποιητές χαρακτηρίστηκαν κομμουνιστές, καταρτί- στηκε «Κατάλογος» (INDEX) με απαγορευμένα αναγνώσματα, απαγορεύτηκαν κλα- σικά θεατρικά και κινηματογραφικά έργα που κρίθηκαν από το λογοκριτή ανατρεπτι- κά, απαγορεύτηκε η πώληση δίσκων και η ακρόαση τραγουδιών καλλιτεχνών και μουσικοσυνθετών, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης.57 Επίσης, η ΥΕΝΕΔ (Υπηρεσία Ενη- μερώσεως Ενόπλων Δυνάμεων) και η ΕΙΡΤ (Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας Τηλεόρα- σης), τα μοναδικά τηλεοπτικά κανάλια της εποχής, τέθηκαν υπό τον πλήρη έλεγχο της «Μικρής Χούντας».58 Εκτός από την κριτική, απαγορευόταν η δημοσίευση, η προβολή και η πώληση οποιουδήποτε υλικού ή πνευματικού αγαθού σχετιζόταν με τη Σοβιετική Ένωση, τις βαλκανικές κομμουνιστικές χώρες και την Κίνα καθώς και οι αντιαμερικανικές αναφορές. Ωστόσο, για λόγους εξωτερικής πολιτικής αλλά και του- ριστικούς, επετράπη η κυκλοφορία ξενόγλωσσων εφημερίδων και βιβλίων, ανεξαρτή- τως περιεχομένου, τα οποία, όμως, ελάχιστοι Έλληνες ήταν σε θέση να μελετήσουν.59 Μοναδική έγκυρη πηγή ενημέρωσης των πολιτών αποτελούσε πλέον η κρυφή και ρι- ψοκίνδυνη νυχτερινή ακρόαση των ελληνικών εκπομπών που εκπέμπονταν από τους ευρωπαϊκούς ραδιοφωνικούς σταθμούς.60
Όπως ήταν επόμενο, ο τρόπος με τον οποίο επιβλήθηκε η χούντα καθώς και τα σκληρά κατασταλτικά μέτρα που έλαβε, της στέρησαν μία ισχυρή λαϊκή βάση. Ως εκ τούτου, οι δυνάμεις στις οποίες στηρίχθηκε ήταν ο στρατός, η εκκλησία, η οικονο- μική ολιγαρχία και οι ΗΠΑ.61 Δηλαδή, οι ίδιοι ακριβώς παράγοντες στους οποίους είχε βασιστεί το καθεστώς της εθνικοφροσύνης, αυτοί που απέρριπταν και υπονόμευ- αν κάθε προσπάθεια εκδημοκρατισμού του καθεστώτος. Συγκεκριμένα, οι συνταγμα- τάρχες στηρίχθηκαν στους χαμηλόβαθμους αξιωματικούς, τους οποίους είχαν ευνοή- σει εις βάρος των υψηλόβαθμων βασιλόφρονων συναδέλφων τους. Μάλιστα, με το Σύνταγμα του 1968, οι πραξικοπηματίες όχι μόνο επανέφεραν αλλά και θεσμοποίη- σαν το στρατοκρατικό καθεστώς της εθνικοφροσύνης, το οποίο είχε τολμήσει να αμ- φισβητήσει λίγο η Ένωση Κέντρου. Έτσι λοιπόν, οι ένοπλες δυνάμεις αυτονομήθη- καν και τέθηκαν υπεράνω όλων των κέντρων εξουσίας. Αυτό σήμαινε ότι πέρα από την υπεράσπιση της χώρας από εξωτερική επιβουλή, καθήκον του στρατεύματος ήταν και η προστασία του αυταρχικού καθεστώτος από τους «εσωτερικούς εχθρούς» του.62 Δεύτερο στήριγμα της χούντας αποτελούσε η εκκλησία. Ύστερα από τις εκκαθαρί- σεις στους κόλπους της και την τοποθέτηση χουντικών κληρικών στην ηγεσία της, επεδίωξε και κατόρθωσε, μέσω της προπαγάνδας και της τρομοκρατίας που ασκού- νταν από τον εκκλησιαστικό τύπο και τα εκκλησιαστικά κηρύγματα, την καλλιέργεια μίας στρεβλής/ωραιοποιημένης εικόνας για τη χούντα, τον περιορισμός της δυσαρέ- σκειας του ποιμνίου της και, τελικά, τον αποπροσανατολισμό του. Από την άλλη πλευρά, η οικονομική και τραπεζική ολιγαρχία, κυρίως το ελληνοαμερικανικό κεφά- λαιο, παρείχε στο καθεστώς οικονομική βοήθεια, με αντάλλαγμα βέβαια ευνοϊκότα- τες κρατικές παραχωρήσεις. Η δύναμη, όμως, που παρείχε στους πραξικοπηματίες υποστήριξη όλων των ειδών – οικονομική, στρατιωτική και ηθική – ήταν οι ΗΠΑ. Ως αντάλλαγμα η χούντα εγγυόταν τη διατήρηση του μετεμφυλιακού πολιτικού και κοι
νωνικού status quo και της ελληνικής εξάρτησης από την ατλαντική υπερδύναμη, τη νατοϊκή επίλυση του Κυπριακού και την παροχή ελληνικών στρατευμάτων και βάσε- ων στο ΝΑΤΟ, για τη διευκόλυνση των αμερικανικών επιχειρήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.63
Η. Εσωτερικές τριβές και αντιφάσεις
Ήδη από την αρχή, διαφαινόταν ότι στους κόλπους του καθεστώτος ενυπήρχαν δύο ομάδες, μεταξύ των οποίων εκκολαπτόταν ένας συγκεκαλυμμένος ανταγωνισμός. Τη μία ομάδα αποτελούσε η γραφική ακροδεξιά κλίκα του Παπαδόπουλου και την άλλη, η σκληροπυρηνική «επαναστατική επιτροπή», με επικεφαλής το διοικητή της ΕΣΑ Δημήτριο Ιωαννίδη και το συνταγματάρχη Ιωάννη Λαδά. Συνδετικός κρίκος των δύο αντίπαλων ομάδων ήταν ο ταξίαρχος Παττακός, ο οποίος προσπαθούσε να κατευνά- ζει τα πνεύματα. Ο Παπαδόπουλος επεδίωκε τη σταδιακή αποδυνάμωση των ανταγω- νιστών του και την ενίσχυση της προσωπικής του εξουσίας. Επομένως, μετά το απο- τυχημένο βασιλικό αντιπραξικόπημα (13 Δεκεμβρίου 1967) και τη διαφυγή του Πα- λατιού στη Ρώμη, διορίστηκε πρωθυπουργός, διατήρησε το θεσμό της μοναρχίας, πα- ρά τις αντιθέσεις της αδιάλλακτης «επαναστατικής επιτροπής» και διακήρυξε ένα πρόγραμμα επιφανειακής φιλελευθεροποίησης και αποστρατικοποίησης του καθε- στώτος,64 ώστε να αποδυναμώσει τους σκληροπυρηνικούς και να συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες στο πρόσωπό του.65
Ειδικότερα, στις 21 Μαρτίου του 1972, ο δικτάτορας, υπό το πρόσχημα μίας διαφωνίας με τον αντιβασιλιά Ζωιτάκη, σχετικά με τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, τον καθαίρεσε και ανέλαβε ο ίδιος αυτό το αξίωμα. Ακολούθως, μετά τον κυβερνητικό ανασχηματισμό του Ιουλίου, εκτός από την πρωθυπουργία και την αντιβασιλεία εξασφάλισε και τα υπουργεία Προγραμματισμού και Κυβερνητικής Πο- λιτικής, Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας. Επιπροσθέτως, το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου προκήρυξε εκλογές στα Πανεπιστήμια για την ανάδειξη φοιτητικών εκπρο- σώπων. Εντούτοις, το νοθευμένο αποτέλεσμα των φοιτητικών εκλογών της 20ης Νο- εμβρίου, σε συνδυασμό με την περιορισμένη ελαστικοποίηση των κατασταλτικών μέτρων συνετέλεσαν στην εκδήλωση της αγανάκτησης του φοιτητικού κόσμου, η ο- ποία έγινε έντονα αισθητή στις αρχές του 1973. Μέσα σε λίγους μήνες, λόγω της με- γάλης ανόδου του πληθωρισμού και του ποσοστού ανεργίας που είχε προκαλέσει η
οικονομική πολιτική των συνταγματαρχών και η παγκόσμια οικονομική ύφεση της δεκαετίας του 1970, η φοιτητική αναταραχή γενικεύτηκε και μετατράπηκε σε λαϊκό κίνημα.66
Οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Στα τέλη Ιανουαρίου του 1973, οι φοιτητές του Πολυτεχνείου κήρυξαν αποχή από τα μαθήματά τους και ξεχύθηκαν στους δρόμους. Στις 12 Φεβρουαρίου, ύστερα από τη βίαιη καταστολή του αντιδικτατορικού ξεσπά- σματος, ο Παπαδόπουλος εξέδωσε νομοθετικό διάταγμα, το οποίο προέβλεπε τη δια- κοπή της αναβολής στράτευσης των φοιτητών που θα συμμετείχαν σε τέτοιου είδους ενέργειες. Το συγκεκριμένο νομοθετικό διάταγμα ριζοσπαστικοποίησε ακόμη περισ- σότερο τους φοιτητές, οι οποίοι στις 22 Φεβρουαρίου, ως ένδειξη διαμαρτυρίας, κα- τέλαβαν τη Νομική Σχολή Αθηνών. Η κατάληψη κατέληξε σε βίαιη εκκένωση του κτιρίου, παρά τις εγγυήσεις του δικτάτορα για το αντίθετο. Παρ’ όλα αυτά, οι φοιτη- τικές αντιδικτατορικές εκδηλώσεις δεν αναχαιτίστηκαν και, έχοντας πλέον και τη λα- ϊκή υποστήριξη, συνεχίστηκαν και κατά τους επόμενους μήνες. Από την άλλη πλευ- ρά, επηρεασμένοι από το γενικότερο επαναστατικό αναβρασμό, βασιλόφρονες αξιω- ματικοί του Πολεμικού Ναυτικού οργάνωσαν αντιδικτατορικό κίνημα με στόχο τη διάσωση της εναπομένουσας τιμής των Ενόπλων Δυνάμεων, το οποίο, όμως, στις 22 Μαΐου κατεστάλη βιαίως εν τη γενέσει του.67
Μετά το αποτυχημένο κίνημα του Πολεμικού Ναυτικού, ο Παπαδόπουλος προέβη σε δραστικές αλλαγές. Αφού κατηγόρησε το βασιλιά Κωνσταντίνο ως υποκι- νητή του κινήματος, ανακοίνωσε την 1η Ιουνίου του 1973 την κατάργηση του θεσμού της μοναρχίας, την εγκαθίδρυση Αβασίλευτης Δημοκρατίας, την ψήφιση νέου συ- ντάγματος και την ανάληψη από τον ίδιο του αξιώματος του προέδρου της «Δημο- κρατίας». Η πολιτειακή μεταβολή και το νέο σύνταγμα ενεκρίθησαν με το ημινοθευ- μένο δημοψήφισμα της 29ης Ιουλίου. Το νέο σύνταγμα καθιστούσε τον πρόεδρο της «Δημοκρατίας» παντοδύναμο, διότι του ανέθετε την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής, της εθνικής άμυνας και της δημόσιας ασφάλειας.68
Θ. Η πορεία προς την κατάρρευση της χούντας
Κατόπιν, ο Παπαδόπουλος επικεντρώθηκε στη διαδικασία της «φιλελευθεροποίησης», αποσκοπώντας στην επιβολή μίας «κοινοβουλευτικής δικτατορίας».69 Ωστόσο, εσωτερικοί και εξωτερικοί παράγοντες ανέτρεψαν τα σχέδια του δικτάτορα, ο οποίος βρέθηκε απομονωμένος.70 Στο μεταξύ, η περιορισμένη χαλάρωση των κατασταλτι- κών μέτρων είχε επιφέρει ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που ανέμενε ο αρχηγός της «Επαναστάσεως». Με την παραχώρηση των πρώτων ελευθεριών, η καταπιεσμένη λαϊκή αγανάκτηση άρχισε να εκτονώνεται μέσω αντικαθεστωτικών ενεργειών.71 Το λαϊκό κίνημα εξέφρασε ανοιχτά την αντίθεσή του προς το καθεστώς στις 4 Νοεμβρίου του 1973, όταν πλήθος κόσμου μετέτρεψε το μνημόσυνο του Γ. Παπανδρέου σε τεράστια διαδήλωση, η οποία έληξε με βίαιες συγκρούσεις και πολ- λές συλλήψεις. Η μεγαλύτερη, όμως, έκρηξη σημειώθηκε δέκα μέρες αργότερα, στις 14 Νοεμβρίου, όταν οι φοιτητές, με αφορμή την απόρριψη του αιτήματός τους για άμεσες φοιτητικές εκλογές, κατέλαβαν το Πολυτεχνείο. Η φοιτητική εξέγερση κέρδι- σε αμέσως τη συμπαράσταση της κοινής γνώμης και εκατοντάδες άνθρωποι όλων των κοινωνικών στρωμάτων καθώς και διανοούμενοι, καλλιτέχνες, οργανωμένες ο- μάδες εργατών, αλλά και αρκετοί προβοκάτορες έσπευσαν να ενισχύσουν με κάθε τρόπο τον αγώνα των φοιτητών. Τα συνθήματα που ακούγονταν από το προαύλιο του ιδρύματος και από τον αυτοσχέδιο ραδιοπομπό ήταν εκπαιδευτικά, κοινωνικά, αντια- μερικανικά και αντικαθεστωτικά. Η εξέγερση άρχισε να μετατρέπεται σε τραγωδία στις 16 του μηνός, όταν, μετά τις αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ των φοιτητών και της αστυνομίας, την κατάσταση ανέλαβε προσωπικά ο Παπαδόπουλος. Τις πρώτες πρωινές ώρες της 17ης Νοεμβρίου, ένα τεθωρακισμένο παραβίασε την κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου και εισέβαλε στο χώρο, προκαλώντας πολλούς τραυματισμούς. Μετά την εκκένωση του κτιρίου, η εξέγερση μεταφέρθηκε στους δρόμους της Αθή- νας, μετατρέποντάς τους για τις επόμενες τρεις μέρες σε πεδίο μάχης. Το αποτέλεσμα ήταν αρκετοί νεκροί, εκατοντάδες τραυματίες, 1.000 περίπου συλλήψεις και κήρυξη στρατιωτικού νόμου.72
Έτσι λοιπόν, στις 25 Νοεμβρίου του 1973, με αφορμή τα γεγονότα του Πολυ- τεχνείου, οι αντίπαλοι του προσωποπαγούς παπαδοπουλικού καθεστώς αξιωματικοί, με επικεφαλής το διοικητή της ΕΣΑ ταξίαρχο Ιωαννίδη, ανέτρεψαν πραξικοπηματικά τον Παπαδόπουλο. Την ίδια μέρα, πρόεδρος της Δημοκρατίας ορκίστηκε ο διοικητής
της 1ης Στρατιάς Λάρισας, στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης και διορίστηκε νέα κυβέρνη- ση υπό τον Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο. Επίσης, απομακρύνθηκαν από το στράτευ- μα οι προσκείμενοι στον Παπαδόπουλο στρατηγοί.73 Ο επικεφαλής του νέου καθε- στώτος, ταξίαρχος Ιωαννίδης, διατήρησε τη θέση του και κατήργησε τις υπερεξουσίες του προέδρου της «Δημοκρατία»ς, θέλοντας να εξάρει το συλλογικό και στρατοκρα- τικό χαρακτήρα του καθεστώτος του. Στην πραγματικότητα, όμως, ο ίδιος ασκούσε απόλυτη και αυταρχική εξουσία, μέσω του πανίσχυρου κατασταλτικού μηχανισμού της ΕΣΑ. Οι νέοι κρατούντες τερμάτισαν τη διαδικασία της αποστρατικοποίησης και επανέφεραν τη δικτατορία στην αρχική της μορφή, βασικά γνωρίσματα της οποίας ήταν η ωμή βία και ο καταναγκασμός.74
Παρ’ όλα αυτά και ενώ όλα έδειχναν ότι τίποτε δεν μπορούσε να ταρακουνή- σει το νέο δικτάτορα από τη θέση του, οι υπερεθνικιστικές του τάσεις προκάλεσαν την πτώση του. Θέλοντας να επισφραγίσει την εξουσία του με έναν εθνικιστικό θρί- αμβο, ο Ιωαννίδης, στις 15 Ιουλίου του 1974, διέταξε τις ελληνικές στρατιωτικές μο- νάδες που βρίσκονταν στην Κύπρο να δολοφονήσουν τον Μακάριο και να εγκατα- στήσουν φιλοχουντική κυβέρνηση. Η εθνικιστική ελληνική επέμβαση προκάλεσε την τουρκική εισβολή στη Μεγαλόνησο (20 Ιουλίου) και την οριστική διχοτόμησή της. Στην Ελλάδα οι εξελίξεις ήταν ιλιγγιώδεις. Κηρύχθηκε αμέσως γενική επιστράτευση, ενώ ο πρόεδρος της «Δημοκρατίας», αντιλαμβανόμενος την αδυναμία της κυβέρνη- σης να διαχειριστεί την κατάσταση, συγκάλεσε συμβούλιο πολιτικών αρχηγών. Ακολούθως, στις 24 Ιουλίου, κλήθηκε ο Καραμανλής να σχηματίσει κυβέρνηση εθνικής ενότητας, κλείνοντας με αυτόν τον τρόπο μία μακρόχρονη περίοδο πολιτικής αστάθειας και συνταγματικής εκτροπής.75
Σημειώσεις
1 Νίκος Μουζέλης, Νεοελληνική κοινωνία: Όψεις υπανάπτυξης, Τζένη Μαστοράκη (μτφ.), Αθήνα: Εξάντας 1978, σ. 269-271.
2 Jean Meynaud, Π. Μερλόπουλος & Γιώργος Νοταράς, Πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, Αθήνα: Μπάυρον 1974, σ. 353-354 και Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Η ελληνική τραγωδία: Από την απελευθέ- ρωση ως τους συνταγματάρχες, Κ. Ιορδανίδη (μτφ.), Μ. Κοτσανάρου (επιμ.), Αθήνα: Ολκός 1974, σ. 118 και Δημήτρης Χαραλάμπης, Στρατός και πολιτική εξουσία: Η δομή της εξουσίας στην μετεμφυλι- ακή Ελλάδα, Αθήνα: Εξάντας 1985, σ. 34-35 και Όθων Τσουνάκος, «Η περίοδος της ανάπτυξης, 1949- 1967: Από την άνοδο της Ένωσης Κέντρου στη δικτατορία, 1963-1967», στο Ιστορία του ελληνικού έθνους, τόμ. ΙΣΤ ́, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών 2000, σ. 211 και Ιωάννης Δ. Στεφανίδης, Ασύμμετροι ε- ταίροι: Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ελλάδα στον Ψυχρό Πόλεμο, 1953-1961, Αθήνα: Πατάκης 2003, σ. 322-325 .
3 Ιωάννης Δ. Στεφανίδης, «Οι εξωτερικές σχέσεις της Ελλάδας, 1949-1955: Σε αναζήτηση ασφάλειας», στο Ιστορία του ελληνικού έθνους, τόμ. ΙΣΤ’, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών 2000, σ. 239 και Στεφανίδης, Ασύμμετροι Εταίροι, σ. 85-88.
4 Σπύρος Ν. Λιναρδάτος, Σύγχρονη ελληνική ιστορία: Από τον Εμφύλιο στη χούντα, τόμ. Α’ (1949- 1952), Αθήνα: Παπαζήσης 1977-1986, σ. 99, 400 και Σωτήρης Ριζάς, Η ελληνική πολιτική μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο: Κοινοβουλευτισμός και δικτατορία, Αθήνα: Καστανιώτης 2008, σ. 72-73.
5 Meynaud κ.ά., ό.π., σ. 95 και Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, «Η ιδεολογική επίδραση του Εμφύλιου Πο- λέμου», στο John O. Iatrides (επιμ.), Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950: Ένα έθνος σε κρίση, Μαργα- ρίτα Δρίτσα & Αμαλία Λυκιαρδοπούλου (μτφ.), Αθήνα: Θεμέλιο 1984, σ. 570 και Ηλίας Νικολακό- πουλος, «Η περίοδος της ανάπτυξης, 1949-1967: Από το τέλος του Εμφύλιου Πολέμου έως την άνοδο της Ένωσης Κέντρου», στο Ιστορία του ελληνικού έθνους, τόμ. ΙΣΤ ́, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών 2000, σ. 175 και Στεφανίδης, «Οι εξωτερικές σχέσεις», σ. 239 και Στεφανίδης, Ασύμμετροι εταίροι, σ. 244, 295-296 και Ριζάς, ό.π., σ. 75-77.
6 Χαραλάμπης, ό.π., σ. 43-44 και Δέσποινα Ι. Παπαδημητρίου, Από τον λαό των νομιμοφρόνων στο έθνος των εθνικοφρόνων: Η συντηρητική σκέψη στην Ελλάδα 1922-1967, Αθήνα: Σαββάλας 2006, σ. 224-227, 234.
7 Σπύρος Ν. Λιναρδάτος, Σύγχρονη ελληνική ιστορία: Από τον Εμφύλιο στη χούντα, τόμ. Β’ (1952- 1955) (Η τριετία του Συναγερμού), Αθήνα: Παπαζήσης 1977-1986, σ. 121-123 και Νικολακόπουλος, ό.π., σ. 184 και Στεφανίδης, «Οι εξωτερικές σχέσεις», σ. 241-242 και Στεφανίδης, Ασύμμετροι εταί- ροι, σ. 199-208.
8 Τσουκαλάς, Η ελληνική τραγωδία, σ. 114, 117 και Μελέτης Η. Μελετόπουλος, Ιδεολογία του Δεξιού κράτους 1949-1967: Επίσημος πολιτικός λόγος και κυρίαρχη ιδεολογία στην μετεμφυλιακή Ελλάδα, Αθήνα: Παπαζήσης 1993, σ. 111-112 και Βασίλης Κρεμμυδάς, «Η Ελλάδα του 1945-1967: Το ιστορικό πλαίσιο», στο Η ελληνική κοινωνία κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο (1945-1967): 4ο Επιστη- μονικό Συνέδριο, Πάντειον Πανεπιστήμιο, 24-27 Νοεμβρίου 1993, Αθήνα: Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα 1994-1995, σ. 17 και Στρατής Μπουρνάζος, «Το κράτος των εθνικοφρόνων: Αντικομμουνιστικός λό- γος και πρακτικές», στο Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, τόμ. Δ2 ́, Αθήνα: Βιοβλιόραμα 2009, σ. 22-27, 36-37.
9 Meynaud κ.ά., ό.π., σ. 173 και Γιώργης Κατηφόρης, Η νομοθεσία των βαρβάρων: Δοκίμια, Αθήνα: Θεμέλιο 1975, σ. 80-83 και Νικολακόπουλος, ό.π., σ. 179 και Ριζάς, ό.π., σ. 35-37 και Μπουρνάζος, ό.π., σ. 13-15, 34.
10 Το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων ήταν κρατικό έγγραφο, με κληρονομική ισχύ, το οποίο εξέδιδε η αστυνομία ή ο στρατός. Διαβεβαίωνε ότι ο κάτοχός του ήταν νομιμόφρων, δηλαδή δεν είχε καμία σχέση με τον κομμουνισμό. Τα έγγραφα αυτά ήταν απαραίτητα για κάθε είδους άδεια, εξου- σιοδότηση και ελεγχόμενη από το κράτος εργασία (Meynaud κ.ά., ό.π., σ. 175-177 και Τσουκαλάς, Η ελληνική τραγωδία, σ. 116 και Μπουρνάζος, ό.π., σ. 16-17, 35).
11 Τσουκαλάς, Η ελληνική τραγωδία, σ. 115 και Τσουκαλάς, «Η ιδεολογική επίδραση του Εμφύλιου Πολέμου», σ. 573-574 και Νικολακόπουλος, ό.π., σ. 184 και Μπουρνάζος, ό.π., σ. 17.
12 Meynaud κ.ά., ό.π., σ. 343 και Χαραλάμπης, ό.π., σ. 110.
13 Meynaud κ.ά., ό.π., σ. 96, 247-249 και Νικολακόπουλος, ό.π., σ. 190-191 και Στεφανίδης, Ασύμμε- τροι εταίροι, σ. 301-305 και Ριζάς, ό.π., σ. 154-155, 158-160.
14 Γιάννης Α. Κάτρης, Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα (Η Ελλάδα 1960-1974), Αθήνα: Παπα- ζήσης 1974, σ. 61-62 και Στεφανίδης, Ασύμμετροι εταίροι, σ. 114-118 και Ριζάς, ό.π., σ. 256-257.
15 Λιναρδάτος, Σύγχρονη ελληνική ιστορία, τόμ. Γ ́, σ. 230-232 και Στεφανίδης, Ασύμμετροι εταίροι, σ. 310.
16 Meynaud κ.ά., ό.π., σ. 273-274 και Νικολακόπουλος, ό.π., σ. 194-196 και Ριζάς, ό.π., σ. 154-155, 241-242.
17 Μελετόπουλος, Ιδεολογία του Δεξιού κράτους, σ. 87 και Δημήτρης Χαραλάμπης, «Η δικτατορία ως αποτέλεσμα των αντιφάσεων της μετεμφυλιακής δομής του πολιτικού συστήματος και οι αρνητικές της επιπτώσεις», στο Γιάννα Αθανασάτου, Άλκης Ρήγος & Σεραφείμ Σεφεριάδης (επιμ.), Η δικτατορία 1967-1974: Πολιτικές πρακτικές – Ιδεολογικός λόγος – Αντίσταση, Αθήνα: Καστανιώτης 1999, σ. 83.
18 Meynaud κ.ά., ό.π., σ. 107-108 και Σπύρος Ν. Λιναρδάτος, Σύγχρονη ελληνική ιστορία: Από τον Εμ- φύλιο στη χούντα, τόμ. Δ’ (1961-1964), Αθήνα: Παπαζήσης 1977-1986, σ. 50.
19 Ελένη Πασχαλούδη, «Η χρήση του παρελθόντος στον πολιτικό λόγο: Τα γεγονότα της δεκαετίας του 1940 στον πολιτικό λόγο των κομμάτων του Κέντρου (1950-1964), στο Ρίκη Βαν Μπούσχοτεν,
Τασούλα Βερβενιώτη, Ευτυχία Βουτυρά, Βασίλης Δαλκαβούκης & Κωνσταντίνα Μπάδα (επιμ.), στο Μνήμες και λήθη του ελληνικού Εμφύλιου Πολέμου, Αθήνα: Επίκεντρο 2008, σ. 280-281, 286 και Ριζάς, ό.π., σ. 270-271.
20 Η ΕΔΑ ιδρύθηκε το 1951. Ήταν το νόμιμο κόμμα της Αριστεράς στο εσωτερικό, αν και κατευθυνό- ταν από το εξόριστο ΚΚΕ. Μεταξύ των υποστηρικτών του συγκαταλέγονταν οι εναπομείναντες κομ- μουνιστές, αλλά και οι απογοητευμένες από την παράταξη των Εθνικοφρόνων και το διασπασμένο Κέντρο δημοκρατικές, μη κομμουνιστικές μάζες, ανεξαρτήτου κοινωνικής προέλευσης. (Κάτρης, ό.π., σ. 67).
21 Λιναρδάτος, Σύγχρονη ελληνική ιστορία, τόμ. Δ ́, σ. 71-74 και Νικολακόπουλος, ό.π., σ. 203 και Ριζάς, ό.π., σ. 224.
22 Meynaud κ.ά., ό.π., σ. 113 και Μουζέλης, ό.π., σ. 284 και Νικολακόπουλος, ό.π., σ. 202 και Ριζάς, ό.π., σ. 224.
23 Κάτρης, ό.π., σ. 152 και Τσουκαλάς, Η ελληνική τραγωδία, σ. 140-141 και Νικολακόπουλος, ό.π., σ. 203-205 και Πασχαλούδη, ό.π., σ. 287 και Μπουρνάζος, ό.π., σ. 11.
24 Νίκος Γ. Σβορώνος, Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας, Αικατερίνη Ασδραχά (μτφ.), Αθήνα: Θεμέλιο 1994, σ. 148 και Τσουνάκος, ό.π., σ. 208-209
25 Χαραλάμπης, Στρατός και πολιτική εξουσία, σ. 144 και Σπύρος Σακελλαρόπουλος, Τα αίτια του α- πριλιανού πραξικοπήματος 1949-1967: Το κοινωνικό πλαίσιο της πορείας προς τη δικτατορία, Αθήνα: Λιβάνης 1998, σ. 149-150.
26 Meynaud κ.ά., ό.π., σ. 292-295 και Κάτρης, ό.π., σ. 178-179 και Τσουκαλάς, Η ελληνική τραγωδία, σ. 146-147 και Μουζέλης, ό.π., σ. 284 και Χαραλάμπης, Στρατός και πολιτική εξουσία, σ. 161.
27 Αλέξης Δημαράς, «Προσήλωση στην παράδοση και αντίδραση στην ελληνική εκπαίδευση», στο Γιώργος Ν. Γιαννόπουλος & Richard Clogg (επιμ.), Η Ελλάδα κάτω από στρατιωτικό ζυγό, Η. Κανακάκη & Γ. Γιανουλόπουλος (μτφ.), Αθήνα: Παπαζήσης 1976, σ. 219-221 και Σπύρος Ν. Λιναρδάτος, Σύγ- χρονη ελληνική ιστορία: Από τον Εμφύλιο στη χούντα, τόμ. Ε’ (1964-1967), Η. Κανακάκη & Γ. Γιανου- λόπουλος (μτφ.), Αθήνα: Παπαζήσης 1977-1986, σ. 32-33 και Τσουνάκος, ό.π., σ. 211-212.
28 Ριζάς, ό.π., σ. 305-306.
29 Σταύρος Ρουσσέας, Ο θάνατος μιας δημοκρατίας: Η Ελλάδα και η αμερικανική συνείδηση, Αθήνα: Καστανιώτης 1974, σ. 38-39, 46 και Τσουκαλάς, Η ελληνική τραγωδία, σ. 150 και Λιναρδάτος, Σύγ- χρονη ελληνική ιστορία, τόμ. Ε ́, σ. 76-77.
30 Meynaud κ.ά., ό.π., σ. 489-490 και Κάτρης, ό.π., σ. 55 και Muarice Goldbloom, «Η πολιτική των ΗΠΑ στη μεταπολεμική Ελλάδα», στο Γιώργος Ν. Γιαννόπουλος & Richard Clogg (επιμ.), Η Ελλάδα κάτω από στρατιωτικό ζυγό, Η. Κανακάκη & Γ. Γιανουλόπουλος (μτφ.), Αθήνα: Παπαζήσης 1976, σ. 354-355.
31 Μουζέλης, ό.π., σ. 284 και Χαραλάμπης, Στρατός και πολιτική εξουσία, σ. 151-152 και Κρεμμυδάς, ό.π., σ. 18 και Ηλίας Νικολόπουλος, «Ιουλιανά 1965: Οι κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις της κρίσης», στο Η ελληνική κοινωνία κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο (1945-1967): 4ο Επιστημονικό Συνέ- δριο, Πάντειον Πανεπιστήμιο, 24-27 Νοεμβρίου 1993, Αθήνα: Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα 1994-1995, σ. 724-725.
32 Ο «Α.Σ.Π.Ι.Δ.Α.» (Αξιωματικοί, Σώσατε, Πατρίδα, Ιδανικά, Δημοκρατία, Αξιοκρατία) υποτίθεται ότι ήταν μία συνωμοτική οργάνωση αριστερών αξιωματικών του ελληνικού στρατού, η οποία, υπό την πολιτική καθοδήγηση του Α. Παπανδρέου σχεδίαζε πραξικόπημα με σκοπό την ανατροπή της μοναρ- χίας. [Walter Dr. Fischer, Eberhard Rondholz & Γεώργιος Δ. Φαράντος, Επανάσταση και αντεπανά- σταση στην Ελλάδα (1936-1974), Γεώργιος Δ. Φαράντος (μτφ.), Αθήνα: Μπουκουμάνης 1974, σ. 84- 85 και Τσουκαλάς, Η ελληνική τραγωδία, σ. 152-153 και Christopher M. Woodhouse, Η άνοδος και η πτώση των συνταγματαρχών, Χρήστος Δ. Χατζηεμμανουήλ (μτφ.), Αθήνα: Ελληνική Ευρωεκδοτική χ.χ., σ. 19-20].
33 Τσουκαλάς, Η ελληνική τραγωδία, σ. 153 και Woodhouse, ό.π., σ. 26-27 και Τσουνάκος, ό.π., σ. 217-218.
34 Fischer κ.ά., ό.π., σ. 85 και Λιναρδάτος, Σύγχρονη ελληνική ιστορία, τόμ. Ε ́, σ. 296-297 και Σβορώ- νος, ό.π., σ. 151.
35 Λιναρδάτος, Σύγχρονη ελληνική ιστορία, τόμ. Ε ́, σ. 307-309, 332 και Χαραλάμπης, Στρατός και πο- λιτική εξουσία, σ. 200-201 και Τσουνάκος, ό.π., σ. 221 και Ριζάς, ό.π., 421.
36 Χριστόφορος Βερναρδάκης & Γιάννης Μαύρης, Κόμματα και κοινωνικές συμμαχίες στην προδικτα- τορική Ελλάδα: Οι προϋποθέσεις της μεταπολίτευσης, Αθήνα: Εξάντας 1991, σ. 295.
37 Christopher M. Woodhouse, «Η Επανάσταση στο ιστορικό της πλαίσιο», στο Γιώργος Ν. Γιαννό- πουλος & Richard Clogg (επιμ.), Η Ελλάδα κάτω από στρατιωτικό ζυγό, Η. Κανακάκη & Γ. Γιανουλό- πουλος (μτφ.), Αθήνα: Παπαζήσης 1976, σ. 51 και Τσουνάκος, ό.π., σ. 218-219.
38 Τσουκαλάς, Η ελληνική τραγωδία, σ. 155-156 και Βερναρδάκης & Μαύρης, ό.π., σ. 160, 259.
39 Κάτρης, ό.π., σ. 79-80 και Βερναρδάκης & Μαύρης, ό.π., σ. 277-278, 294, 303-304.
40 Βερναρδάκης & Μαύρης, ό.π, σ. 277-278.
41 Χαραλάμπης, «Η δικτατορία ως αποτέλεσμα των αντιφάσεων», σ. 85-86 και Ριζάς, ό.π., σ. 386.
42 Meynaud κ.ά., ό.π., σ. 487 και Λιναρδάτος, Σύγχρονη ελληνική ιστορία, τόμ. Ε ́, σ. 409 και Ριζάς, ό.π., σ. 415, 418.
43 Βερναρδάκης & Μαύρης, ό.π., σ. 310-311 και Woodhouse, Η άνοδος και η πτώση των συνταγμα- ταρχών, σ. 30-31 και Τσουνάκος, ό.π., σ. 222-223.
44 Λιναρδάτος, Σύγχρονη ελληνική ιστορία, τόμ. Ε ́, σ. 402, 424-425.
45 Κάτρης, ό.π., σ. 249-250.
46 Λιναρδάτος, Σύγχρονη ελληνική ιστορία, τόμ. Ε ́, σ. 428 και Θανάσης Διαμαντόπουλος, «Η δικτατο- ρία των συνταγματαρχών, 1967-1974», στο Ιστορία του ελληνικού έθνους, τόμ. ΙΣΤ ́, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών 2000, σ. 268-269.
47 Για περισσότερες πληροφορίες: Βίκτωρ Νέτας, «Ποιοι ήθελαν το 1967 εκτροπή και όχι εκλογές», http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=36699.
48 Κάτρης, ό.π., σ. 55 και Μελέτης Η. Μελετόπουλος, Η δικτατορία των συνταγματαρχών: Κοινωνία, ιδεολογία, οικονομία, Αθήνα: Παπαζήσης 1996, σ. 51-52 και Διαμαντόπουλος, ό.π., σ. 267-268.
49 Το σχέδιο «Προμηθεύς» προέβλεπε τη σύλληψη της κομμουνιστικής ηγεσίας της χώρας σε περί- πτωση πολέμου με κομμουνιστικό κράτος, ώστε να αποφευχθεί σύμπραξη εγχώριου και εξωτερικού κομμουνισμού (Fischer κ.ά., ό.π., σ. 90).
50 Νίκος Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση (1922-1974): Όψεις της ελληνικής εμπειρίας, Βενε- τία Σταυροπούλου (μτφ.), Αθήνα: Θεμέλιο 1986, σ. 275-276.
51 Fischer κ.ά., ό.π., σ. 90 και Διαμαντόπουλος, ό.π., σ. 269.
52 Goldbloom, ό.π., σ. 364.
53 Χαραλάμπης, Στρατός και πολιτική εξουσία, σ. 250-251 και Διαμαντόπουλος, ό.π., σ. 269-270.
54 Κατηφόρης, ό.π., σ. 149-156 και Αλιβιζάτος, σ. 603-611, 613-614.
55 Κάτρης, ό.π., σ. 97-99 και Αλιβιζάτος, ό.π., σ. 614, 617-624, 652 και Woodhouse, Η άνοδος και η πτώση των συνταγματαρχών, σ. 64.
56 Ελένη Βλάχου, «Οι συνταγματάρχες και ο Τύπος», στο Γιώργος Ν. Γιαννόπουλος & Richard Clogg (επιμ.), Η Ελλάδα κάτω από στρατιωτικό ζυγό, Η. Κανακάκη & Γ. Γιανουλόπουλος (μτφ.), Αθήνα: Πα- παζήσης 1976, σ. 116, 123, 132 και Αλιβιζάτος, ό.π., σ. 642-649.
57 Ρόδης Ρούφος, «Η κουλτούρα και οι στρατιωτικοί», στο Γιώργος Ν. Γιαννόπουλος & Richard Clogg (επιμ.), Η Ελλάδα κάτω από στρατιωτικό ζυγό, Η. Κανακάκη & Γ. Γιανουλόπουλος (μτφ.), Αθήνα: Πα- παζήσης 1976, σ. 236 και Woodhouse, Η άνοδος και η πτώση των συνταγματαρχών, σ. 59-60.
58 Μαρία Κομνηνού, «Τηλεόραση και κινηματογράφος: Η διαμάχη για την ηγεμονία στην περίοδο της δικτατορίας 1967-1974», στο Γιάννα Αθανασάτου, Άλκης Ρήγος & Σεραφείμ Σεφεριάδης (επιμ.), Η
δικτατορία 1967-1974: Πολιτικές πρακτικές – Ιδεολογικός λόγος – Αντίσταση, Αθήνα: Καστανιώτης 1999, σ. 179, 182.
59 Ρούφος, ό.π., σ. 237, 245.
60 Βλάχου, ό.π., σ. 119.
61 Fischer κ.ά., ό.π., σ. 113, Γιώργος Ν. Γιαννόπουλος, «Οι αντιστασιακές δυνάμεις μετά το στρατιωτι- κό πραξικόπημα», στο Γιώργος Ν. Γιαννόπουλος & Richard Clogg (επιμ.), Η Ελλάδα κάτω από στρατι- ωτικό ζυγό, Η. Κανακάκη & Γ. Γιανουλόπουλος (μτφ.), Αθήνα: Παπαζήσης 1976, σ. 269-271 και Σβο- ρώνος, ό.π., σ. 153.
62 Γιαννόπουλος, ό.π., σ. 269 και Αριστόβουλος Μάνεσης, «Ο εύκολος βιασμός της νομιμότητας και η δύσκολη νομιμοποίηση της βίας», στο Γιάννα Αθανασάτου, Άλκης Ρήγος & Σεραφείμ Σεφεριάδης (επιμ.), Η δικτατορία 1967-1974: Πολιτικές πρακτικές – Ιδεολογικός λόγος – Αντίσταση, Αθήνα: Κα- στανιώτης 1999, σ. 44-45.
63 Γιαννόπουλος, ό.π., σ. 270-271 και Fischer κ.ά., ό.π., σ. 113-122, 93-94 και Χαραλάμπης, Στρατός και πολιτική εξουσία, σ. 258, 285.
64 Το πρόγραμμα αυτό περιλάμβανε την παροχή μερικής αμνηστίας στους αναμεμιγμένους αξιωμα- τικούς στην υπόθεση «Α.Σ.Π.Ι.Δ.Α.» και στο αντιβασιλικό αντιπραξικόπημα, την απελευθέρωση ορι- σμένων πολιτικών κρατουμένων, την άρση των θανατικών ποινών, την παροχή χάριτος στον Αλέξαν- δρο Παναγούλη, ο οποίος στις 13 Αυγούστου του 1968 είχε αποπειραθεί να δολοφονήσει τον Παπα- δόπουλο, τη σταδιακή άρση της λογοκρισίας, του θεσμού των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημά- των και του στρατιωτικού νόμου, τον υποβιβασμό των αδιάλλακτων γενικών γραμματέων των υ- πουργείων σε υπουργούς-περιφερειακούς διοικητές (ουσιαστικά νομάρχες) καθώς και την επαφή με ορισμένους πολιτικούς του παλαιού αστικού κοινοβουλίου, με σκοπό τη συμμετοχή τους σε μελλο- ντική κυβέρνηση. (Woodhouse, Η άνοδος και η πτώση των συνταγματαρχών, σ. 147 και Διαμαντό- πουλος, ό.π., σ. 272, 274, 276).
65 Διαμαντόπουλος, ό.π., σ. 271-273, 275.
66 Μελετόπουλος, Η δικτατορία των συνταγματαρχών, σ. 39-40 και Διαμαντόπουλος, ό.π., σ. 276.
67 Μελετόπουλος, Η δικτατορία των συνταγματαρχών, σ. 40-41 και Διαμαντόπουλος, ό.π., σ. 277-278 και Woodhouse, Η άνοδος και η πτώση των συνταγματαρχών, σ. 189.
68 Αλιβιζάτος, ό.π., σ. 288-289, 292, 312-313 και Μάνεσης, ό.π., σ. 46.
69 Τον Αύγουστο του 1973 ο Παπαδόπουλος ανακοίνωσε την άρση του στρατιωτικού νόμου σε ολό- κληρη την επικράτεια και την παροχή γενικής αμνηστίας σε όλους τους πολιτικούς κρατουμένους. Επίσης, στις 8 Οκτωβρίου έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον αρχηγό του προδικτατορικού Κόμματος των Προοδευτικών, Σπύρο Μαρκεζίνη, από την οποία αποκλείστηκαν οι στρατιωτικοί και προσπάθησε να πείσει ορισμένους αστούς πολιτικούς να συμμετάσχουν στις εκλογές που θα διεξά- γονταν το Φεβρουάριο του 1974. (Αλιβιζάτος, ό.π., σ. 294 και Διαμαντόπουλος, ό.π., σ. 279-280).
70 Συγκεκριμένα, τα μέτρα επιείκειας και ελαστικοποίησης του Παπαδόπουλου είχαν προκαλέσει την έντονη δυσαρέσκεια των χαμηλόβαθμων σκληροπυρηνικών αξιωματικών, οι οποίοι επιθυμούσαν την επιστροφή σε ένα αμιγώς στρατοκρατικό καθεστώς. Την ομάδα αυτή εξέφραζε ο ταξίαρχος Ιω- αννίδης. Πέρα, όμως, από τους αδιάλλακτους, αντιθέσεις εξέφραζαν και στενοί συνεργάτες του δι- κτάτορα, όπως ο Μακαρέζος, ο οποίος τελικά παραιτήθηκε. Από την άλλη πλευρά, ο Μαρκεζίνης επεδίωκε να παραγκωνίσει τον Παπαδόπουλο και να ενισχύσει τη θέση του. (Μελετόπουλος, Η δι- κτατορία των συνταγματαρχών, σ. 43 και Διαμαντόπουλος, ό.π., σ. 79-280). Εντούτοις, ο παράγοντας ο οποίος καθόρισε ίσως περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον την πορεία της παπαδοπουλικής δι- κτατορίας, ήταν απώλεια του αμερικανικού ερείσματος. Ο Παπαδόπουλος, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι για να νομιμοποιήσει την εξουσία του έπρεπε να κερδίσει την εύνοια της κοινής γνώμης, έπαψε να προωθεί την αμερικανική-φιλοτουρκική λύση του Κυπριακού. Επιπροσθέτως, όταν τον Οκτώβριο του 1973 ξέσπασε ο αραβοϊσραηλινός πόλεμος, ο Μαρκεζίνης απαγόρευσε την αξιοποίηση των αμε- ρικανικών βάσεων για την υποστήριξη του Ισραήλ. Αν και, τελικά, η αξιοποίηση των βάσεων επετρά- πη, η εμπιστοσύνη τους αμερικανικού παράγοντα απέναντι στο παπαδοπουλικό καθεστώς είχε πλέ- ον χαθεί. (Χαραλάμπης, Στρατός και πολιτική εξουσία, σ. 286 και Σακελλαρόπουλος, ό.π., σ. 102).
71 Διαμαντόπουλος, ό.π., σ. 281.
72 Μελετόπουλος, Η δικτατορία των συνταγματαρχών, σ. 43 και Woodhouse, Η άνοδος και η πτώση των συνταγματαρχών, σ. 191-207.
73 Woodhouse, Η άνοδος και η πτώση των συνταγματαρχών, σ. 210-211 και Διαμαντόπουλος, ό.π., 282.
74 Χαραλάμπης, Στρατός και πολιτική εξουσία, σ. 308-309 και Μελετόπουλος, Η δικτατορία των συ- νταγματαρχών, σ. 45 και Διαμαντόπουλος, ό.π., σ. 283.
75 Μελετόπουλος, Η δικτατορία των συνταγματαρχών, σ. 46 και Διαμαντόπουλος, ό.π., σ. 283.