123 χρόνια από τη γέννηση του χίτλερ – Η ήττα σε μια μάχη που δεν δόθηκε ποτέ

Σήμερα συμπληρώνονται 123 χρόνια από τη γέννηση του χίτλερ, που οδήγησε στο σφαγείο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη φρίκη του Ολοκαυτώματος. Η εξέλιξη αυτή κάθε άλλο παρά αναπόφευκτη ήταν. Αλλά -και αυτό έκανε ακόμη πιο τραγική την ήττα- η Αριστερά και το εργατικό κίνημα ηττήθηκαν χωρίς να δώσουν καν τη μάχη.

 
Πώς οδηγηθήκαμε σε αυτή την εξέλιξη; Πώς η ισχυρότερη εργατική τάξη στην Ευρώπη, με 5 εκατομμύρια συνδικαλισμένους εργάτες, 1 εκατομμύριο οργανωμένα μέλη στο σοσιαλδημοκρατικό SPD και το ισχυρότερο Κομμουνιστικό Κόμμα στη Δύση σαρώθηκε από ένα κόμμα που λίγα χρόνια πριν τη νίκη του θεωρούνταν μια περιθωριακή συμμορία παρακρατικών; Τα μαθήματα από τη νίκη του Χίτλερ το 1933 είναι πολύτιμα για το κίνημα και την Αριστερά στην πάλη μας ενάντια στους νοσταλγούς του φασισμού σήμερα.
Ο Αδόλφος Χίτλερ ήταν ένας πρώην δεκανέας του γερμανικού στρατού στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όπως πολλοί Γερμανοί απόστρατοι, εξοργισμένος από την ταπεινωτική για τη Γερμανία συνθήκη των Βερσαλλιών, απέδωσε την ήττα στην «προδοσία των πολιτικών», στις «ταξικές διαμάχες που ρήμαζαν τη χώρα» και στη «δημοκρατία που τις επέτρεπε». Αυτοί οι απόστρατοι αποτέλεσαν και τον αρχικό πυρήνα του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, μιας ομάδας εξτρεμιστών που στόχευαν στην «εθνική αναγέννηση» της Γερμανίας.
Μάλιστα το 1923 επιχείρησαν να καταλάβουν την εξουσία με ένα βίαιο πραξικόπημα στην πόλη του Μονάχου. Η απόπειρα, που έμεινε γνωστή ως το «πραξικόπημα της μπυραρίας», απέτυχε και ο Χίτλερ οδηγήθηκε στη φυλακή. Εξέτισε ελάχιστο κομμάτι της ποινής του στη διάρκεια του οποίου συνέγραψε το «Ο αγών μου», που αποτέλεσε το «ευαγγέλιο» του ναζισμού. Ένα βιβλίο με διάσπαρτες αόριστες «αντικαπιταλιστικές» αναφορές μέσα σε ένα παραλήρημα μίσους απέναντι στους Εβραίους και την Αριστερά.

Το φίδι βγαίνει από το αυγό του
Τα χρόνια που ακολούθησαν, και ενώ από τους φιλελεύθερους αστούς μέχρι την Αριστερά αντιμετωπιζόταν ως γραφικός, ο Χίτλερ οργάνωσε ένα σκληρά πειθαρχημένο κόμμα, με στρατιωτικό σκέλος τα διαβόητα «τάγματα εφόδου» (SA) που πραγματοποιούσαν επιθέσεις σε γραφεία των κομμάτων της Αριστεράς, σε συνδικάτα και σε περιουσίες Εβραίων.
Η μεγάλη ανατροπή ήρθε μετά το 1929. Το οικονομικό κραχ στις ΗΠΑ είχε καταστροφικές συνέπειες για την οικονομική και πολιτική ζωή στη Γερμανία. Η οικονομία της χώρας, ρημαγμένη από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις πολεμικές αποζημιώσεις που είχαν επιβάλλει οι νικήτριες δυνάμεις, εξαρτημένη πλήρως από τα δάνεια των αμερικανικών τραπεζών, κατέρρευσε. Το 30% της εργατικής τάξης σπρώχτηκε στην ανεργία και πολύ μεγάλο τμήμα της μεσαίας τάξης πτώχευσε και εξαθλιώθηκε.
Αυτή υπήρξε και η βάση στρατολόγησης για το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα. Ξεπεσμένα μεσοστρώματα και μακροχρόνια άνεργοι, γεμάτοι απέχθεια για το πολιτικό σύστημα, τους καπιταλιστές αλλά και το οργανωμένο εργατικό κίνημα, ταυτίζονταν με τη ρητορεία του Χίτλερ και έβλεπαν στο πρόσωπό του τον σωτήρα τους. Επιθέσεις στους «διεφθαρμένους, προδότες πολιτικούς», το «ξένο κεφάλαιο», τη «μπολσεβίκικη απειλή». Πίσω από αυτές τις αοριστολογίες φαίνονταν οι στόχοι των ναζί: η κοινοβουλευτική δημοκρατία, οι Εβραίοι και τα κόμματα και οι οργανώσεις της εργατικής τάξης. Παράλληλα, το όραμα της «εθνικής ενότητας» και της «ισχυρής Γερμανίας», η μιλιταριστική συγκρότηση, οι παρελάσεις και οι στρατιωτικές επιθέσεις συσπείρωναν και δημιουργούσαν αίσθημα υπερηφάνιας στους, απογοητευμένους από τον κοινωνικό ξεπεσμό, μικροαστούς.

Η άνοδος
Η δύναμη και η απειλή του φασισμού είναι η ικανότητά του σε συνθήκες κρίσεις να συσπειρώνει τα απογοητευμένα και εξαθλιωμένα κομμάτια της κοινωνίας και να τα συγκροτεί σε μάχιμες μονάδες. Η μετατροπή του σε μαζικό ρεύμα είχε φανεί στη Γερμανία και σε εκλογικό επίπεδο. Το 1928 το κόμμα του Χίτλερ συγκέντρωνε το 2,5% των ψήφων, το 1930 ανέβηκε στο 18% αριθμώντας 100.000 μέλη. Τον Ιούλιο του 1932 η εκλογική του δύναμη έφτασε το 37%, ενώ είχε στις γραμμές του 800.000 μέλη και τα Τάγματα Εφόδου αριθμούσαν 225.000 μάχιμους άντρες. Οι ένοπλες συγκρούσεις με την Αριστερά για τον έλεγχο των δρόμων ήταν πια καθημερινές.
Όμως το ναζιστικό ρεύμα δεν ήταν το κυρίαρχο στη Γερμανία. Μέσα στις συνθήκες οικονομικής κρίσης, ένα μεγάλο τμήμα της εργατικής τάξης έβλεπε τη διέξοδο στο δρόμο του 1918, στην επαναστατική δράση και την ανατροπή των καπιταλιστών. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD) αύξανε διαρκώς τα μέλη, την επιρροή και τις ψήφους του. Αν και δεν συγκρινόταν ως μέγεθος με την πανίσχυρη Σοσιαλδημοκρατία, αποτελούσε μια συγκροτημένη, καθοριστική δύναμη μέσα στην εργατική τάξη. Παράλληλα, εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες μέλη του SPD ήταν διατεθειμένοι να συγκρουστούν αποφασιστικά με τους Ναζί.
Σε αυτό το κλίμα οικονομικής κρίσης και ταξικής πόλωσης, η επιλογή της γερμανικής άρχουσας τάξης ήταν η -πάση θυσία- επιβολή σκληρών αντεργατικών μέτρων για να προστατέψουν τα κέρδη τους και η ανατροπή του αρνητικού συσχετισμού στον παγκόσμιο ανταγωνισμό με τους άλλους ιμπεριαλιστές. Ήταν αναγκαία για αυτούς μια ισχυρή κυβέρνηση. Όμως όλες οι προσπάθειες των καπιταλιστών κατέληγαν σε αποτυχία. Οι απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις, οι κυβερνήσεις συνασπισμού κεντροδεξιάς-κεντροαριστεράς, οι υπερεξουσίες που δίνονταν στους προέδρους δεν είχαν κανένα λαϊκό έρεισμα. Δεν μπορούσαν να βγάλουν τη χώρα από την ακυβερνησία και το χάος που προκαλούσαν στους δρόμους οι απεργίες των εργατών και οι στρατιωτικές επιθέσεις των Ναζί.
Το κλίμα που είχε διαμορφωθεί έκανε ορατό το δίλημμα που έμπαινε τόσο στην άρχουσα τάξη όσο και στο εργατικό κίνημα. Φασισμός ή εργατική επανάσταση. Σε συνθήκες τέτοιας κρίσης, όπου κάθε εργατική κατάκτηση μπαίνει στο στόχαστρο κάθε οργανωμένη εργατική πίεση είναι ανυπόφορη για τους καπιταλιστές. Έτσι στις 30 Γενάρη του 1933 ο πρόεδρος Χίντενμπουργκ όρκισε καγκελάριο τον Αδόλφο Χίτλερ και έδωσε εντολή για το σχηματισμό κυβέρνησης από τα δεξιά κόμματα και τους Ναζί. Ο ίδιος ο Χίντενμπουργκ είχε αρνηθεί πεισματικά αυτό το σενάριο για χρόνια μέχρι να παραδώσει στους Ναζί την εξουσία. Όμως δεν ήταν όπως παρουσιάζεται μια «τραγική στιγμή» ενός «αξιοπρεπούς αριστοκράτη».
Στην πραγματικότητα ο Χίντενμπουργκ εξέφραζε τις ανησυχίες και τις προθέσεις της άρχουσας τάξης στο σύνολό της. Μια άρχουσα τάξη που δεν εμπιστευόταν καθόλου αυτόν τον «πληβείο τυχοδιώκτη», αλλά που προτιμούσε σε κάθε περίπτωση τα άμεσα «ανταλλάγματα» που υποσχόταν: το τσάκισμα της Αριστεράς και των συνδικάτων, τον εξοπλισμό της Γερμανίας, την επιθετική διεκδίκηση κομματιού της «παγκόσμιας πίτας» από τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Η υπόγεια αρχικά στήριξη από μερίδα βιομηχάνων έγινε ανοιχτή πολιτική και οικονομική υποστήριξη στους Ναζί από το σύνολο των καπιταλιστών προκειμένου αυτοί να κάνουν στους δρόμους τη «βρώμικη δουλειά».
Από την άλλη, για το προλεταριάτο σε συνθήκες τέτοιας κρίσης, μονόδρομος για την άμυνά του είναι η επαναστατική δράση. Αλλά τα ίδια του τα κόμματα δεν ήταν διατεθειμένα να φτάσουν ως εκεί.

Η Αριστερά πέφτει αμαχητί
Η στάση της Σοσιαλδημοκρατίας καθορίστηκε από τις επιλογές των Γερμανών καπιταλιστών. Οι ηγέτες του SPD, μπροστά στο δίλημμα της νίκης του φασισμού ή της απευθείας αντιπαράθεσης μαζί του (κάτι που θα οδηγούσε εκ των πραγμάτων σε ολική ρήξη με τους καπιταλιστές και επαναστατική δράση των εργατών) προτίμησαν το πρώτο σενάριο, πλήρως ευθυγραμμισμένοι με τις επιταγές της άρχουσας τάξης. Έτσι παρέμειναν μέχρι τέλους πιστοί στην «κοινοβουλευτική νομιμότητα» -δηλαδή αδρανείς- και το πλήρωσαν με ένα γενναίο πογκρόμ από τα Τάγματα Εφόδου.
Από την άλλη μεριά, το KPD είχε μπροστά του μια ιστορική ευκαιρία. Είχε τη δύναμη να μπει μπροστά στην αντιφασιστική πάλη, να καθοδηγήσει την ενιαιομετωπική δράση με τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες που μισούσαν το Ναζισμό και να τους κερδίσει στις γραμμές του εκθέτωντας με την ενωτική του δράση την προδοσία της Σοσιαλδημοκρατίας. Αντ’ αυτού, ο ηγέτης του Κόμματος Έρνεστ Τέλμαν, ευθυγραμμισμένος πλήρως με τη γραμμή της σταλινικής Κομμουνιστικής Διεθνούς υιοθέτησε την άποψη του «σοσιαλφασισμού». Ένα αντιμαρξιστικό έκτρωμα του σταλινισμού που παρουσίαζε τη σοσιαλδημοκρατία ως «μετριοπαθή πτέρυγα» του φασισμού και αντιμετώπιζε τους εκατοντάδες χιλιάδες αντιφασίστες εργάτες ως «σοσιαλφασίστες». Αυτή η προδοτική στάση διασπούσε το ενιαίο εργατικό μέτωπο, αφήνοντας τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες εγκλωβισμένους στο αδρανές κόμμα τους και τους κομμουνιστές εργάτες να δίνουν μια ηρωική αλλά άνιση μάχη με τους φασίστες στους δρόμους.
Με τα κόμματα της Αριστεράς σε αδράνεια και ανίκανα να συνεργαστούν ενάντιά του, ο Χίτλερ προχώρησε άμεσα το πρόγραμμά του: με αφορμή τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ (του ιστορικού κτιρίου της βουλής πιθανότατα από τους Ναζί) έθεσε εκτός νόμου το ΚΚΓ. Χιλιάδες αγωνιστές εκτελέστηκαν ή στοιβάχθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ακολούθησαν το SPD και τα συνδικάτα. Ιδρύθηκε η διαβόητη Γκεστάπο και όλα τα πολιτικά δικαιώματα καταργήθηκαν.Οι νόμοι της Νυρεμβέργης θέσπιζαν τον πλήρη αποκλεισμό των «μη-Αρίων» από την Γερμανική κοινωνία. Ο Χίτλερ στράφηκε κατά των πρώην συμμάχων του στην κυβέρνηση, πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες εκτελέστηκαν. Τα SA (οι «αντικαπιταλιστικές» φωνές μέσα στο κόμμα που απαιτούσαν «ριζοσπαστικοποίηση» του καθεστώτος) διαλύθηκαν βίαια την περίφημη «νύχτα των μεγάλων μαχαιριών» και αντικαταστήθηκαν από τα πιστά στον Χίτλερ SS. Οποιοδήποτε βιβλίο δεν ταίριαζε με το «άριο ιδεώδες» -από τον Μαρξ ως τον Φρόυντ και τον Αϊνστάιν- κάηκε σε δημόσιες τελετές. Μέσα σε 6 μήνες, κάθε πτυχή της καθημερινής ζωής, κάθε οργάνωση, κάθε υπηρεσία υπαγόταν πλήρως στο -μονοκομματικό πλέον- κράτος. Ο Χίτλερ ανακηρυσσόταν «φύρερ», υπέρτατος αρχηγός του Ράιχ συγκεντρώνοντας υπερεξουσίες. Πλάι στην παραδοσιακή κρατική μηχανή, οικοδομήθηκε το άτυπο Ναζιστικό κράτος, ένας μηχανισμός που στελεχωνόταν από τα μέλη του Ναζιστικού Κόμματος, τα SS, την Γκεστάπο. Ένας μηχανισμός που οργάνωσε και εκτέλεσε τη φρίκη του Ολοκαυτώματος, όπου 11 εκατομμύρια Εβραίοι, κομμουνιστές, τσιγγάνοι, συνδικαλιστές, ομοφυλόφυλοι σφαγιάστηκαν.

Εκλεκτός της άρχουσας τάξης
Την ίδια στιγμή βέβαια, οι Γερμανοί καπιταλιστές πέρα από μια φορολογία-δώρο στο καθεστώς για τις υπηρεσίες του, πλούτιζαν στις πλάτες της τσακισμένης εργατικής τάξης. Ο διεθνής καπιταλισμός είδε στο πρόσωπο του Χίτλερ τον καλύτερο εγγυητή ενάντια στην «κόκκινη απειλή» και έναν αξιόλογο επιχειρηματικό εταίρο. Ο Ροκφέλερ και οι υπόλοιποι Αμερικανοί μεγιστάνες έκαναν χρυσές δουλειές με τους Ναζί.
Μόνο όταν ο γερμανικός ιμπεριαλισμός έγινε επιθετικός απέναντι στα συμφέροντα των παραδοσιακών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία) αυτές οδηγήθηκαν σε πόλεμο ενάντια στη ναζιστική Γερμανία, καλλιεργώντας στη συνέχεια το μύθο του «δημοκρατικού μετώπου».
Οι Ναζί είχαν δείξει από νωρίς την εγκληματική τους φύση αλλά έγιναν ανεκτοί στο όνομα της «δημοκρατίας». Ο Χίτλερ αξιοποίησε αυτή την ανοχή για να χτίσει τη δύναμή του, ενώ καμιά δημοκρατία δεν εμπόδισε τους καπιταλιστές να τον ανακηρύξουν καγκελάριο. Ο Χίτλερ μετά τη νίκη του έγραφε: «Μόνο ένα πράγμα θα μπορούσε να αποτρέψει την τρομερή ανάπτυξή μας. Αν ο αντίπαλος μας είχε καταλάβει έγκαιρα τις αρχές και τους στόχους μας και διέλυε από την αρχή τον αρχικό μας πυρήνα».
Σήμερα ο νεοφιλελευθερισμός παράγει τεράστια εξαθλίωση και ταξική πόλωση, εν μέσω μιας επερχόμενης οικονομικής κρίσης. Οι φασίστες επιχειρούν να εκφράσουν την κοινωνική οργή και να εμφανιστούν ως αντίπαλο δέος στην Αριστερά και στο δρόμο και στο κοινοβούλιο. Τα λάθη του παρελθόντος έχουν να διδάξουν πολλά κάθε αντιφασίστα αγωνιστή.
Πάνος Πέτρου

Πηγη:http://da.dea.org.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=891&Itemid=42


λέξεις κλειδιά:

3 Σχόλια

  1. Ο/Η xristos λέει:

    pou geni8ika o xitrel

  2. Ο/Η ΧΡΗΣΤΟΣ λέει:

    Δυστυχώς η ιστορία επαναλαμβάνεται. Βλέπουμε οργανώσεις νεοναζί με την μορφή του εθνικιστή, (που στην πραγματικότητα είναι απλά μια μάσκα), στην Ευρώπη να ανεβάζουν τα ποσοστά τους και και να έχουν όλο και περισσότερους υποστηρικτές. Συμβαίνει και στην χώρα μας. Κάποτε ένας δημοσιογράφος ρώτησε έναν ναζί μετά την κατάρρευση του Χίτλερ σχετικά με την γνώμη του όσον αφορά την ήττα του ναζισμού και την απέχθεια του κόσμου προς τους ναζί. Η απάντηση του τότε καθεστωτικού ναζί του Χίτλερ ήταν η εξής: »Ο ναζισμός δεν ηττήθηκε. Οι λαοί ξεχνούν πολύ γρήγορα» Αλήθεια είπε. Όντως οι λαοί ξεχάσαν κιόλας. Αποτέλεσμα αυτού είναι η παρακάτω φράση που ανήκει στον George Santayana, Ισπανοαμερικανό φιλόσοφο. Είπε λοιπόν: »Όποιος δεν θυμάται το παρελθόν του, είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει.» Συμπληρώνω λέγοντας ότι το ίδιο ισχύει και για την ιστορία.

Γράψτε απάντηση στο ΧΡΗΣΤΟΣ Ακύρωση απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

κατηγορίες