Ο κόσμος όπως θα θέλαμε να είναι

airportτης Ναόμι Σιχάμπ Νάι

Μόλις είχα πληροφορηθεί ότι η πτήση μου θα καθυστερούσε τέσσερις ώρες, όταν άκουσα την ανακοίνωση: Αν κάποιος γνωρίζει αραβικά και βρίσκεται κοντά στην Πύλη 4-Α, παρακαλείται να προσέλθει άμεσα στην πύλη.

Είναι εύκολο να διστάσουμε στις μέρες μας. Ωστόσο η πύλη 4-Α ήταν η δική μου πύλη. Οπότε πήγα.

Μια ηλικιωμένη γυναίκα με παραδοσιακά ρούχα Παλαιστίνιας, ακριβώς όπως αυτά που φορούσε η γιαγιά μου, ήταν πεσμένη στο πάτωμα και έκλαιγε γοερά.

Βοήθεια! είπε ο αεροσυνοδός. Μιλήστε της! Τι πρόβλημα έχει; Της είπαμε ότι η πτήση θα καθυστερήσει τέσσερις ώρες και εκείνη αντέδρασε έτσι.

Γονάτισα δίπλα στη γυναίκα, ακούμπησα το χέρι μου στον ώμο της και της μίλησα σπαστά: Shu dow-a, shu- biduck habibti, stani stani schway, min fadlick, sho bit se-wee?

Μόλις άκουσε κάποια λόγια που γνώριζε –παρότι δεν ήταν τελείως σωστά– σταμάτησε να κλαίει.

Η γυναίκα πίστευε ότι η πτήση μας είχε ακυρωθεί τελείως. Έπρεπε να πάει στο Ελ Πάσο για να κάνει μια σοβαρή ιατρική θεραπεία την επόμενη μέρα. Μην ανησυχείτε, της είπα. Όλα θα πάνε καλά, θα φτάσετε στον προορισμό σας, απλώς με καθυστέρηση.

Ποιος θα έρθει στο αεροδρόμιο να σας πάρει; Να του τηλεφωνήσουμε. Τηλεφώνησε, λοιπόν, στον γιο της και του μίλησα στα αγγλικά. Του είπα ότι θα κρατούσα παρέα στη μάνα του μέχρι να μπούμε στο αεροπλάνο και θα καθόμουν δίπλα της κατά την πτήση.

Του μίλησε κι εκείνη. Έπειτα τηλεφωνήσαμε στους άλλους γιους της, απλά για το κέφι.

Στη συνέχεια, πήραμε τηλέφωνο τον πατέρα μου και του μίλησε για λίγο στα αραβικά και εννοείται ότι βρήκε πως είχαν δέκα κοινούς φίλους.

Ύστερα σκέφτηκα: «Ρε, δεν τηλεφωνάμε και σε κάτι Παλαιστίνιους ποιητές που γνωρίζω για να να της πιάσουν κουβέντα;» Όλα αυτά κράτησαν περίπου δύο ώρες.

Είχε φτιάξει η διάθεσή της πολύ και γελούσε. Απαντούσε σε ερωτήσεις. Έβγαλε από την τσάντα της ένα σακουλάκι σπιτικά μπισκότα τύπου μαμούλ –γεμιστά με χουρμάδες και ξηρούς καρπούς και πασπαλισμένα με ζάχαρη άχνη– και τα πρόσφερε σε όλες τις γυναίκες στην πύλη.

Προς μεγάλη μου έκπληξη, καμιά γυναίκα δεν αρνήθηκε να πάρει μπισκοτάκι. Ήταν σαν να έπαιρναν αντίδωρο. Η ταξιδεύτρια από την Αργεντινή, η ταξιδεύτρια από την Καλιφόρνια, η γλυκύτατη γυναίκα από το Λαρέντο – όλες μας είχαμε γεμίσει από πάνω ως κάτω με ζάχαρη άχνη. Και χαμογελούσαμε. Δεν υπάρχουν πιο ωραία μπισκοτάκια!

Έπειτα η αεροπορική εταιρία έφερε δωρεάν αναψυκτικά με φορητά ψυγεία –χωρίς αλκοόλ– και δύο κοριτσάκια από τη δική μας πτήση, ένα αφροαμερικανάκι και ένα μεξικανοαμερικανάκι, άρχισαν να τρέχουν πέρα δώθε σερβίροντάς μας χυμό μήλου και λεμονάδα. Κι αυτά ήταν πασαλειμμένα με ζάχαρη άχνη.

Παρατήρησα ότι από την τσάντα της καινούργιας καλύτερης φίλης μου –πλέον καθόμασταν χέρι χέρι– εξείχε ένα φυτό σε γλάστρα! Κάποιο βότανο, με πράσινα χνουδωτά φύλλα. Μια ταξιδιωτική παράδοση από την παλιά πατρίδα: πάντα να ταξιδεύεις μ’ ένα φυτό. Πάντα να παραμένεις ριζωμένος κάπου.

Κοίταξα γύρω μου στην πύλη τους κουρασμένους συνταξιδιώτες τέτοια περασμένη ώρα και σκέφτηκα: σε τέτοιον κόσμο θέλω να ζω. Σ’ έναν κόσμο που μοιραζόμαστε. Κανένα άτομο σ’ αυτή την πύλη –από τη στιγμή που σταμάτησαν τα κλάματα της αγωνίας– δεν φαινόταν να ανησυχεί ή να φοβάται τον διπλανό του. Δέχτηκαν τα μπισκότα. Ήθελα να αγκαλιάσω όλες τις άλλες γυναίκες.

Αυτό που μου συνέβη μπορεί να συμβεί οπουδήποτε.

Δεν έχουν χαθεί όλα.

Φωτογραφία: Μανόν Κλαβελιέ

Μετάφραση: Λύο Καλοβυρνάς


λέξεις κλειδιά:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

κατηγορίες